Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010

Ένα χρόνο μετά.

   Την ώρα που το κερί έσβηνε χαρίζοντάς μου εκείνη την ενοχλητική μυρωδιά, στεκόμουν επάνω από το πτώμα της, στα πόδια της πανέμορφης γυριστής σκάλας που οδηγεί στο δωμάτιό μας, αδυνατώντας να συνειδητοποιήσω  τι είχε συμβεί μόνο αφού το στερεό πλέον κερί έσταξε επάνω στο δάχτυλό μου και με ενόχλησε. Γιατί μέχρι εκείνη τη στιγμή κανείς και τίποτα δε θα μπορούσε να το κάνει. Συγκρότησα την αναπνοή μου και στάθηκα για δύο λεπτά δίπλα της ώσπου να σταματήσει η καρδιά μου να τρέχει τόσο. Κάθησα στο πάτωμα, έβαλα με προσοχή το κεφάλι της επάνω στα πόδια μου και άρχισα να ψάχνω τις τσέπες μου για ένα τσιγάρο. Δε βρήκα παρά ένα άδειο πακέτο, το οποίο τσαλάκωσα και πέταξα λίγο πιο πέρα απογοητευμένος. Κοίταξα προς το επάνω μέρος της σκάλας και το φως που ερχόταν από ένα ακόμα μοναχικό κερί που είχα τοποθετήσει εκεί –όπως και στους πρόποδές της- με θάμπωνε, αλλά επέμεινα σε μία απόπειρα να δω για πρώτη φορά απόψε, καθαρά. Ανασκοπήσεως χάριν.

   Δε χρειάστηκα παρά μία ώρα και μισή να τα τελειώσω όλα. Δεν κατάλαβα βέβαια πως πέρασε, έχω την αίσθηση πως όλα συνέβησαν πριν δέκα λεπτά, ένα τέταρτο το πολύ. Οι φωνές της, οι προσπάθειές μου να την ηρεμίσω αρχικά, να την αγκαλιάσω στην πορεία, να την σιωπήσω εν τέλει, η μανία στην οποία αφεθήκαμε πολύ, πολύ σύντομα. Θέλω λίγο χρόνο ακόμα, και υπόσχομαι πως θα τα θυμηθώ όλα καθαρά. Καταλαβαίνω πως είχα αργήσει, και πως είχα πιει λίγο παραπάνω, αλλά θεωρώ πως κάτι τέτοιο δε δικαιολογούσε το τι επακολούθησε.  Όχι πως δεν είμαι συνηθισμένος σε αυτό. Το να μη δικαιολογείται το τι επακολουθεί, το να κατρακυλάμε χορεύοντας τους πιο οδυνηρούς χορούς μας, το βίωνα σχεδόν σε καθημερινή βάση πλέον. Για μικροπράγματα, όπως το ότι σήμερα δεν ένιωσε αγαπητή, δεν την έθρεψα όσο χρειαζόταν για να κοιμηθεί ήσυχη , δεν της χάιδεψα τα μαλλιά με τον τρόπο που τα χαιδεύω συνήθως, δεν της φίλησα τα μάτια πριν κοιμηθεί, δεν της υποτάχθηκα.

   Η αλήθεια είναι πάντως, πως τον τελευταίο καιρό είχε αρχίσει να με φοβίζει όσο ποτέ. Όσο ήταν ζωντανή, δηλαδή. Είχε γίνει επιθετική, και πλέον ένιωθα τα παράπονά της σα σμήνος μέλισσες που αφήνονται ελεύθερες στο κλειδωμένο μου δωμάτιο και μου επιτίθενται. Στην αρχή μπορεί να ανησυχήσεις για τη σωματική σου ακεραιότητα, πριν πάθεις όμως κάτι από τα τσιμπήματα θα χάσεις το μυαλό σου από το βουητό και το άγχος. Και ποτέ δε θα μπορούσα να της κάνω κακό μετά από τόσο καιρό, αλλά ορισμένες φορές δε μπορείς να παραβλέψεις τον ανθρώπινο παράγοντα. Ίσως τελικά να ήταν απλά η ώρα να την αποχωριστώ.

   Με το τραυματισμένο κεφάλι της επάνω στα πόδια μου, της χάιδεψα τα μαλλιά όπως συνήθιζα, και την φίλησα στα –ανοικτά ακόμα- μάτια της. Με φόβιζε ακόμα, αλλά όχι πια τόσο. Το βλέμμα μου μετατοπίστηκε προς την κορυφή της σκάλας στην οποία μπορούσα να διακρίνω μερικές από τις τελευταίες σταγόνες αίματος που είχε να μου προσφέρει. Την άφησα στο πάτωμά μου για να μου θυμίζει πως υπήρξα υπερβολικά φοβισμένος, υπερβολικά δειλός και σιωπηρός. Πήρα ένα παλιό πανί από την κουζίνα και της σκούπισα το μέτωπο συγκινημένος, με μια υποψία χαμογέλου να διαγράφεται στα ξεραμένα χείλη μου. Κοίταξα το σβησμένο κερί εδώ κάτω, και το αναμμένο κερί που με θάμπωνε από την κορυφή της σκάλας. Άρχισα να ανεβαίνω τη σκάλα και στα μισά κοίταξα πίσω μου και είδα τα κροκοδείλια δακρυά της. Η αναίσχυντη, ακόμα και νεκρή προσπαθεί να με επηρεάσει προσποιούμενη. Δε λέω πως δεν κατάφερε να μου προκαλέσει ένα ρίγος. Της γύρισα την πλάτη και ανέβηκα προς τα πάνω. Άνοιξα την πόρτα του δωματίου μου και την είδα να στέκεται πιο νέα και πιο όμορφη από ποτέ. Μου γύρισε την πλάτη και με προσκάλεσε να της ξεκουμπώσω το φόρεμα. Την πλησίασα με μία δόση θράσους, γνωρίζοντας πως αυτή τη φορά δε θα την αφήσω να με φοβίσει τόσο.