Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2009

Perspective.

Άλλος ένας γδούπος. Ακριβώς από πίσω του αυτή τη φορά. Χέρια στις τσέπες, δεν υπάρχει χρόνος, δεν υπάρχει καθόλου χρόνος, το μαύρο του καπέλο, τα μαύρα του γάντια, τα μαύρα του γυαλιά, όλα εκεί, και το γρήγορο βάδισμα εκεί επίσης.

Το πεζοδρόμιο έχει γίνει άκρως επικίνδυνο σήμερα και με αυτό ως δεδομένο περπατούσε στη μέση του δρόμου, που και που κοιτώντας το ρολόι του, έχω αργήσει. Αρνήθηκε να σηκώσει το κεφάλι του, ένα από τα πράγματα που τον απέτρεπε ήταν το ότι θα ήταν αναγκασμένος να αντιμετωπίσει την όλη κατάσταση κατάματα, πρόσωπο με πρόσωπο, και ίσως να το έκανε αν δεν βρισκόταν η δουλειά του υπό απειλή. Αριστερά και δεξιά του οι γδούποι πολλαπλασιάζονταν, πλέον θαρρεί κανείς πως τον βομβάρδιζαν μα επέλεξε να συσσωρεύσει όλο του το είναι σε μια διαρκή ματιά στο ρολόι του και να υπολογίσει πόσο χρειάζεται να επιταχύνει το βήμα του ώστε να είναι στο γραφείο του εγκαίρως. Και ήταν απόλυτα λογικό το ότι τα λεωφορεία δεν θα τον βοηθούσαν μια τέτοια μέρα.

Με μία ώρα καθυστέρηση, το πανύψηλο κτίριο ξεπρόβαλλε στο τέλος του δρόμου, το ήξερε αλλά δεν σήκωσε το κεφάλι του να κοιτάξει, ο πόλεμος γύρω του βρισκόταν στο τελευταίο στάδιο και απειλούσε να του κοστίσει μια δουλειά. Πλησιάζοντας την είσοδο -σχεδόν τρέχοντας πλέον-, ένας ακόμη ήχος και το σώμα που προσγειώθηκε απότομα μπροστά του τον ανάγκασε να δώσει σημασία, χωρίς βέβαια να του αποσπάσει την προσοχή ή να τον ταράξει . Το αφεντικό του, μπροστά στα πόδια του, τα φουσκωμένα κατακόκκινα μάτια του παρέμεναν ανοιχτά ώσπου να στερέψουν από αίμα. Ανακουφισμένος που η καθυστέρησή του δε θα του κοστίσει ιδιαίτερα υπό αυτές τις συνθήκες, έκανε μεταβολή και κοίταξε τη γεμάτη αυτόχειρες –που εξακολουθούσαν να πολλαπλασιάζονται εναρμονισμένοι με τους γδούπους τους κάθε δευτερόλεπτο- πόλη. Δεν είχε ποτέ μέχρι τώρα προσέξει πόσο ψηλά κτίρια υπάρχουν σε αυτή την πόλη. Είναι θέμα οπτικής, σκέφτηκε.

Υπό τους ήχους των σωμάτων σε καθοδική πορεία, έβγαλε τα γάντια και το καπέλο του για να σκουπίσει το ιδρωμένο από το άγχος πρόσωπό του, προσπέρασε αδιάφορα το πτώμα του εργοδότη του και μπήκε στο κτίριο. Ο ήλιος φώτιζε το διάδρομο προσγείωσης πιο δυνατά από ποτέ, και σίγουρα κανείς δεν πρόσεξε πως δεν ήταν στην ώρα του.

Φάσμα.

-Σε είδα που με κοίταζες τρομαγμένος το πρωί. Τι περίμενες να δεις;
-Εσένα.
-Χαχαχαχαχαχ.
-Γεια.

Σιρίλο.

Ο Μ. κατέβηκε.

Ο M. σήκωσε αργά το κεφάλι για να διαπιστώσει ότι ξημέρωσε. Πάλι. Κοίταξε τον ήλιο και του χαμογέλασε με πικρία. «Ο μεγαλύτερος εγωιστής που έχω γνωρίσει», μονολόγησε. Σήμερα ήταν μία ακόμα ημέρα. Και ένιωθε και σήμερα μόνος.

Σήκωσε την κιθάρα του και το μισοτελειωμένο του στριφτό, έβηξε, και αφού ξαναέδωσε ζωή στον θάνατο με τη βοήθεια του αναπτήρα του, χάιδεψε τη λα. Το πλήθος περνούσε από μπροστά του κοιτώντας τον που και που, αν και μόνο σαν παρένθεση. Χαμογελαστά ζευγάρια, κόκκινα μάγουλα, εφηβικές παρέες, ρομάντζα, μια κοπέλα που περπατούσε βιαστικά, ένας καθωσπρέπει κύριος που μιλούσε σε έντονο τόνο στο τηλέφωνο.

Παρατήρησε αυτό που τον έκαιγε. ΚΑΝΕΙΣ δεν έδειχνε μόνος. Κανείς τους δεν έδειχνε άδειος. Στη θέα τους δε χαμογέλασε, όπως έκανε στον ήλιο. Χαμογέλασε όμως όταν άκουσε τον ήχο του μετάλλου που έπεφτε στο μικρό τσίγκινο κουβαδάκι που χρησιμοποιούσε για να αμοίβεται. Χαμογέλασε στον ήλιο. Δεν κοιτούσε όμως τον ήλιο. Κοιτούσε την γλυκύτατη παρουσία που με το ένα χέρι έσφιγγε την αγάπη, και με το άλλο απομάκρυνε τον οίκτο. Ο M. δεν κοίταξε τον ήλιο. Χαμογέλασε στον ήλιο.

Όμως νύχτωσε. Πάλι. Όταν ο ήλιος αποσύρθηκε και δε μπορούσε πια να τον έχει υπό την εποπτεία του, αποφάσισε χαρωπά πως είναι η ώρα για τον καθιερωμένο βραδινό του περίπατο. Την ώρα που στάθηκε στα πόδια του, όλα τα βλέμματα τραβήχτηκαν στον μυστηριώδη κύριο με το μακρύ καπέλο, την μακρυά σκοτεινή καμπαρντίνα και το τσιγάρο στο χέρι, που αντικατέστησε τον ταλαίπωρο οργανοπαίκτη. Ένιωσαν πως είχε κάτι το τρομερό η φιγούρα αυτή, η αύρα του δε θα μπορούσε να τους είναι πλέον αδιάφορη.

Ο Μ. κατηφόρισε τον πεζόδρομο και την βρήκε εκεί που την βρίσκει κάθε βράδυ. «Θα τα πούμε αύριο, στη γωνία που ενώνει την Σ. με την Κάππα, θα στέκομαι στην κολώνα.» Όταν έφτασε κοντά της την κοίταξε, πέρασε τα δάχτυλά του στα μαλλιά της, την πήρε όλη μέσα του με μία εισπνοή. Γέμισε ζωή. Της έσφιξε το χέρι και κατευθύνθηκαν προς το Καρουζέλ. Ο Μ. αναζήτησε -ενώ το Καρουζέλ γύριζε παίζοντας την πιο χαρούμενη μουσική, μία Μελωδία της Ευτυχίας- τη θέση του. Το άλογο το οποίο ίππευε κάθε βράδυ ήταν το διπλανό από αυτό του οποίου αναβάτης ήταν εκείνος ο πιτσιρίκος με το μπερέ και τις πάντοτε ίδιες, πάντοτε αστείες τιράντες. Βρήκε εύκολα τον μικρό. Ανακουφίστηκε που ήταν για ακόμα ένα βράδυ μέλος της παρέας τους. Τα άλογα ήταν γεμάτα, όλα εκτός από δύο.

Ο Μ. ανέβηκε στο δικό του, που είχε ειρωνικά ονομάσει «Σούρουπο», αφού πρώτα με μία ιπποτική κίνηση ανέβασε την αγαπημένη του δύο άλογα πιο πίσω. Την είδε να του φιλάει τα δάχτυλα, και του έκανε νόημα να καθήσει γρήγορα γιατί ο γύρος δε θα αργούσε να ξεκινήσει.

Πάνω.

Χρώμα.

Φως.

Κάτω.

Πάνω.

«Κοίτα, κοίτα πως φωτίζει!»

Κάτω.

Χρώμα.

Πάνω.

Φως.

ΊΛΙΓΓΟΣ.

ΣΤΟΠ.

Ο M. κατέβηκε και

ξημέρωσε. Πάλι. Κοίταξε τον ήλιο. Χαμογέλασε πικραμένα. Ή μήπως ειρωνικά; Ο ήλιος για ακόμα μία φορά είχε διώξει βίαια την παρέα του, ζητώντας αποκλειστικότητα. Ο ήλιος απλά κοίταζε, κοίταζε τον Μ. σαν τον προσωπικό του Μεγάλο Αδελφό. «Εγωίσταρε». Σήκωσε την κιθάρα του από κάτω, αντικατέστηκε την σπασμένη του χορδή, και ξεκίνησε την παράστασή του, η οποία είχε άλλο τόνο, έναν τολμηρά θρασύ κι αισιόδοξο τόνο εκείνο το πρωί. Θαρρείς πως ο M. κατάλαβε την πλάνη, πως περιγελούσε τον φύλακα και μοναδική συντροφιά του, πως αψηφούσε - συνειδητά -την ύπαρξη και το βλέμμα του, κάτι που μέχρι χθες θεωρούταν ύβρις.

Το ίδιο κιόλας βράδυ ο M. έμεινε στο Καρουζέλ. Άφησε τον ήλιο μόνο. Είχε πάρει την εκδίκησή του.

Νεκροφίλια.

Τα δάχτυλά της δεν είναι απλά ζεστά, σήμερα είναι έργο τέχνης. Τα κρατούσε έτσι ως τη στιγμή που θα ανοίξω την πόρτα, και θα την ξανακλείσω μόνο για να κλειδώσω το αποψινό δεκεμβριανό κρύο απ’έξω. Τότε θα τα φέρει τρυφερά στα παγωμένα μάγουλά μου σε μια απόπειρα ανάκτησης του αρχικού χρώματος του προσώπου μου. Τη Μάρλα τη γνώρισα πριν… είκοσι ώρες.Σαββατόβραδο. Είκοσι ολόκληρες ώρες χωρίς να εξαφανιστεί κανείς από τους δύο μας, κάποιο είδος προσωπικού ρεκόρ. Εκείνο το βράδυ –χθες- στεκόταν σιωπηλή στο γεφυράκι και έδειχνε… όχι λυπημένη, αλλά σίγουρα σκεπτική. Μου τράβηξε αμέσως την προσοχή καθώς φορούσε κίτρινο μπουφάν, ένα φτηνό μα πανέμορφο –επάνω της- θαλασσί σκουφάκι,και μία πράσινη φούστα. Δε θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που είδα τόσα χρώματα σε έναν άνθρωπο. Νομίζω δεν υπάρχει καν πρώτη φορά. Την πλησίασα ώσπου να βρεθώ ακριβώς δίπλα της, της είπα απλά ότι βαριέμαι εδώ και χωρίς να γυρίσει καν να με κοιτάξει, έβγαλε τα μαύρα γάντια της και πέρασε τα δάχτυλα του δεξιού της χεριού στα του αριστερού μου. Το βλέμμα της δεν άλλαξε αποδέκτη ούτε στιγμή.

‘-Είναι όπως το περίμενες, δεν είναι;
-Εννοείς…
-Η μέρα, η νύχτα, το κρύο, το ποτάμι μπροστά σου, όλα.
-Ναι ‘ – τράβηξα αμήχανα το χέρι μου πίσω.
-Τι σε ενόχλησε;
-Μένω μόνος, ξέρεις.
-Θέλεις να πεις πως το αισθάνθηκες;
-Το…;
-Το χέρι μου, ναι.
-Τι εννοείς αν το αισθ... Έχεις ζεστά δάχτυλα.’


-'Έχω! Αλλά δεν το ξέρεις. Γιατί αυτά δεν είναι τα δάχτυλά μου. Είναι τόσο πειστικά όμως, τα κατάφερα τόσο καλά', είπε με μία μελαγχολικά παιχνιδιάρικη διάθεση.

Άφησε το χέρι μου, έφερε το πρόσωπό της ακριβώς μπροστά στο δικό μου, η αναπνοή της μύριζε τσιγάρο και φτηνό κρασί και μου υποσχέθηκε πως θα αν την ακολουθήσω στην έξοδο θα με αφήσει να της πιάσω το χέρι. Σαγηνευμένος από τη μυστηριώδη παρουσία της, άργησα να συνειδητοποιήσω πως είχε ήδη αρχίσει να περπατά και πως είχα μείνει σαν ανόητος να κοιτάζω ψηλά, να κοιτάζω τη νύχτα και να νιώθω το κρύο στα κόκκαλά μου. Συμμάζεψα τις αισθήσεις μου και κινήθηκα βιαστικά να την προφτάσω.

Δεν είχα περάσει ποτέ τη νύχτα μου με κάποια, πόσο μάλλον με κάποια που έβλεπα πρώτη φορά. Και η ώρα περνούσε όλο και πιο γρήγορα, μα κάθε μου λεπτό ήταν γεμάτο. Μου εκμυστηρεύτηκε πως πρέπει να φύγει, πως είδε τι υπάρχει έξω και πως είναι πανέμορφο. Την άκουγα με προσοχή. Ήμουν απόλυτα πεπεισμένος πλέον πως είναι τρελή, αλλά δε μπορούσα να μην την ερωτευτώ.

Το πρωί μας βρήκε στο διαμέρισμά μου, αυτή μεθυσμένη και ξυπόλυτη να στηρίζεται επάνω μου και να γελάει ενώ αστειευόμουν για την ακαταστασία που θα αντικρύσει. Καθίσαμε στον καναπέ για λίγο, ώσπου να ξαπλώσει επάνω μου και να αφήσει έναν αναστεναγμό που ακούστηκε ιδιαίτερα κουρασμένος. Προσπάθησα να την φιλήσω.Το αποτέλεσμα ήταν να με αποφύγει παγερά και να κατευθυνθεί προς το σημείο του σαλονιού που κρατούσα τα ποτά μου. Έβαλε και για τους δύο μας ότι πιο βαρύ βρήκε.

‘-Δεν έχω δει ποτέ ξανά μαύρο χρώμα μαλλιών. Γιατί τα δικά σου είναι μαύρα;’
-Γιατί… έτσι είναι.
-Δεν έχω δει ποτέ κάποιον σαν εσένα. Πώς γίνεται;
-Απλά…. Υποθέτω πως… Απλά γίνεται.
-Δεν αναρωτιέσαι;
- Κάθε...’


Είναι παράξενο να είσαι ο μοναδικός άνθρωπος με σκούρο χρώμα δέρματος, μαύρα ανακατεμένα μαλλιά και μεγάλη κολιά, στον κόσμο. Αν μη τι άλλο, είναι ένας από τους λόγους που ποτέ δεν είχα καταφέρει να περάσω πάνω από μία ώρα με κάποια. Μέχρι τώρα. Ξεφύσηξα και κατέβασα το ποτό μου μονομιάς.

-…μέρα.’
-Τότε σταμάτα να αναρωτιέσαι και άρχισε να ΘΥΜΑΣΑΙ.'


Το ποτήρι μου έπεσε από τα χέρια στο άκουσμα αυτών των λέξεων, δεν έχω ιδέα γιατί. Την κοίταξα και έδειχνε ήρεμη και γλυκιά, αλλά μπορούσα να διακρίνω μία κατάμαυρη σκιά να τη βαραίνει ανάμεσα στα μάτια. Ένα απροσδιόριστα δυσοίωνο αίσθημα με κατέλαβε και της ζήτησα να κοιμηθεί στον καναπέ μου απόψε καθώς ήταν ήδη πολύ αργά για να πάει οπουδήποτε. Έδειχνε να μην έχει ανάγκη οποιοιαδήποτε μορφή ασφάλειας και ζεστασιάς, για αυτό και με εξέπληξε το πόσο εύκολα δέχτηκε. Της εξήγησα πως μπορεί να κοιμηθεί όσο θέλει, και πως θα τη δω όταν επιστρέψω από τη δουλειά. Σκεπάστηκε και με κοίταξε με τα γεμάτα μάτια της. Ένα βλέμμα το οποίο τη στιγμή που με διαπέρασε μου προκάλεσε μία ζαλάδα, για να απαλλαγώ από την οποία ανέβηκα πιο γρήγορα από ποτέ τις σκάλες που οδηγούν στο υπνοδωμάτιό μου.

Ο γεμάτος -από την παρουσία της- καναπές μου, ήταν ο λόγος που άργησα στη δουλειά σήμερα το πρωί. Ο λόγος που υπέστην μερική κώφωση και δεν άκουγα ούτε έναν ήχο, ούτε μία λέξη. Ο λόγος που κοιτούσα τον τοίχο του γραφείου μου και αντ’αυτού την έβλεπα να στέκεται στην άκρη μιας γέφυρας, με τα χέρια της μπροστά στο στόμα, την αναπνοή της να βγαίνει σε μορφή δαχτυλιδιών από καπνό και να δίνει κίνηση στα παγωμένα και μακρυά δάχτυλά της. Όταν ήρθε η ώρα να πάω σπίτι, μία τάση για εμετό με κυρίευσε. Οδήγησα σα μανιακός.

Τα δάχτυλά της δεν είναι απλά ζεστά, σήμερα είναι έργο τέχνης. Τα κρατούσε έτσι ως τη στιγμή που θα άνοιγα την πόρτα, και θα την ξανάκλεινα μόνο για να κλειδώσω το αποψινό δεκεμβριανό κρύο απ’έξω. Τότε τα έφερε τρυφερά στα παγωμένα μάγουλά μου σε μια απόπειρα ανάκτησης του αρχικού χρώματος του προσώπου μου. Το πρόσωπό της παρέμενε χαμηλωμένο και συνειδητοποίησα πως έκλαιγε όταν μίλησε με σπασμένη φωνή.

‘Με αγαπάς;’

Της ζήτησα να με κοιτάξει, το πρόσωπό της πιο όμορφο από ποτέ, κουβαλούσε κάτι από έναν άλλο κόσμο, ήταν όσο μοναδική ήμουν κι εγώ εδώ μέσα. Έψαχνα όλη μου τη ζωή για αυτήν, και δεν το είχα καταλάβει καν. Δε θα μπορούσα να αγαπήσω περισσότερο. Τη στιγμή που έγνεψα καταφατικά, μου έδωσε μία ματιά όλο ελπίδα, περπάτησε αργά προς το μπάνιο, και τη στιγμή που κλείδωνε την πόρτα μου είπε:

‘-Μη φοβηθείς, το περιμένω από τότε που γεννήθηκα, είσαι ο μοναδικός που μπορείς να τα καταφέρεις.
-Μάρλα; Για τι πράγμα μιλάς…
-Έχεις προσέξει ότι δε μοιάζεις με κανέναν γύρω σου.
-Και…
-Και πως δε μοιάζω με κανέναν γύρω μου.
-Τι θες να π…
-Θα σε συναντήσω έξω’
είπε, και την άκουσα την ώρα που άφηνε την τελευταία της πνοή, ο επιθανάτιος ρόγχος της κάλυψε σε ένταση ακόμα και τα επίμονα και δυνατά χτυπήματα μου στην πόρτα, ακόμα και τις κραυγές μου, και εκείνη τη στιγμή έχανα ότι είχα, εκείνη τη στιγμή ένιωθα πιο ζωντανός από ποτέ, εκείνη τη στιγμή θυμήθηκα και…


…ο Π. έβγαλε τα ακουστικά του με μία αστραπιαία κίνηση και έμεινε να κοιτάζει την οθόνη του με τα χέρια του να τρέμουν και τον ιδρώτα να έχει καλύψει ολόκληρο το σώμα του. Έκανε εμετό αμέσως, και βήχοντας κοίταξε γύρω του. Το μπλουζάκι που κάλυπτε το πελώριο σώμα του μύριζε σαν ψοφίμι, και ήταν ακριβώς το ίδιο μπλουζάκι που φορούσε ο τρισδιάστατος χαρακτήρας στην οθόνη του, που αυτή τη στιγμή βρισκόταν ακίνητος έξω από μία πειστικά σχεδιασμένη τρισδιάστατη πόρτα τουαλέτας. Στο δεξί μέρος της οθόνης ήταν κλικαρισμένες οι εντολές “bang door/shout ”. Τρομαγμένος και με το στομάχι του ακόμα να διαμαρτύρεται, ο Π. κοίταξε γύρω του, για να δει πως βρισκόταν σε ένα αχανές δωμάτιο γεμάτο με εκατομμύρια καθισμένους, ανέκφραστους, φαινομενικά νεκρωμένους και καρφωμένους σε οθόνες ανθρώπους, ο καθένας τους να καθοδηγεί μέσω της σκέψης τους έναν εικονικό χαρακτήρα σε έναν εικονικό κόσμο, από τη στιγμή της γέννησης μέχρι και του θανάτου του. Έφερε δειλά το χέρι του κοντά στα μαλλιά αυτού που καθόταν δίπλα του, κρατώντας το στομάχι του και προσπαθώντας να μην ξεράσει ξανά εξαιτίας της μυρωδιάς. Είχε να συναντήσει την έννοια της όσφρησης από όταν ήταν μωρό, και σίγουρα δε θα περίμενε να είναι κάτι τόσο δυσάρεστο. Η αίσθηση της αφής τον έκανε να αφήσει μια πνιχτή κραυγή, τα χοντρά του δάχτυλα έτρεμαν και φοβισμένα τραβήχτηκαν πάλι πίσω.

Και τότε, ανάμεσα σε ένα πλήθος ζωντανών νεκρών, στο μέσο ενός διαδρόμου που θα ήταν ολοσκότεινος αν δεν το φώτιζαν τόσα εκατομμύρια οθόνες, άκουσε. Και ήταν ο πρώτος ήχος, και ήταν ο καλύτερος που θα μπορούσε να ζητήσει. Το πάτωμα είχε γεμίσει από τη σκιά της όπως ο ψεύτικος καναπές του είχε γεμίσει από την εικονική της ύπαρξη. Έμεινε κοκκαλωμένος, αφέθηκε στον ήχο των αργών βημάτων που έρχονταν προς το μέρος του, και συνειδητοποιώντας πως είναι οι μοναδικοί άνθρωποι που κατάφεραν να βγουν έξω, γονάτισε καταβεβλημένος από την άγνοια και τα πιο ζεστά δάκρυα άρχισαν να κυλάνε τη στιγμή που εκείνη έφτανε μπροστά του, μουσκεύοντας τα γυμνά της πόδια. Σήκωσε το κεφάλι και την κοίταξε λυτρωμένος και γεμάτος δάκρυα.

-Σε ευχαρ…
-Γνωρίζεις πως είσαι ο πρώτος άνθρωπος που δακρύζει εδώ και περίπου έναν αιώνα, έτσι;

Αλλού.

...άρχισε να τρέχει όπως δεν είχε τρέξει ποτέ. Χωρίς να ελαττώσει την ταχύτητα του –ίσα ίσα- έλυσε τη γραβάτα του και κοίταξε πίσω. Δεν τον ακολουθούσε κανείς , όπως περίμενε. Ακούγοντας την κοφτή του ανάσα και νιώθοντας τις πρώτες σταγόνες ιδρώτα να γαργαλάνε το μέτωπο και την πλάτη του πέταξε το σακάκι και το χαρτοφύλακά του και συνέχισε να τρέχει , αφού έστριψε δεξιά στο τέλος του τετραγώνου. Πήρε μία ανάσα με τα χέρια στα γόνατα, κοίταξε πρώτα επάνω, ύστερα ευθεία. Ο δρόμος τον οδηγούσε έξω. Χαμογέλασε κοπιασμένα, ίσιωσε τα γυαλιά του και άρχισε να περπατάει αποφασιστικά και γεμάτος ζωή. Ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει, και...

…άρχισε να τρέχει όπως δεν είχε τρέξει ποτέ. Χωρίς να ελαττώσει την ταχύτητά του- ίσα ίσα- απομάκρυνε το χέρι του από το μαντήλι που είχε περάσει πρόχειρα στο κεφάλι του και εκείνο, ελλείψει στηρίγματος πλέον, αφέθηκε στον αέρα. Κοίταξε πίσω. Δεν τον ακολουθούσε κανείς, όπως περίμενε. Ακούγοντας την κοφτή του ανάσα και νιώθοντας τις πρώτες σταγόνες ιδρώτα να γαργαλάνε το μέτωπο και την πλάτη του αφαίρεσε το φτηνό t-shirt του και συνέχισε να τρέχει, αφού έστριψε δεξιά στο τέλος του αμπελώνα. Πήρε μία ανάσα με τα χέρια στα γόνατα, κοίταξε πρώτα επάνω, ύστερα ευθεία. Ο δρόμος τον οδηγούσε μέσα. Χαμογέλασε κοπιασμένα, ανασήκωσε το ξεθωριασμένο σακίδιό του και άρχισε να περπατάει αποφασιστικά και γεμάτος ζωή. Ο ήλιος είχε αρχίσει να ανατέλλει.

Αν και μέσα του Νοέμβρη, ο καιρός ήταν ιδιαίτερα φιλικός εκείνο το πρωί που με ένα στριφτό τσιγάρο στο χέρι, ο Π. περνούσε αθόρυβα την πόρτα του γραφείου του, μοιράζοντας μουδιασμένες καλημέρες στους συναδέλφους του, οι οποίοι –ίσως επειδή δεν έδωσαν σημασία- δεν έδειξαν ξαφνιασμένοι για την ξαφνική αλλαγή στη συμπεριφορά του, αν λάβει κανείς υπ’ όψιν πως ο Π. επρόκειτο για έναν ιδιαίτερα εύθυμο, ειλικρινή και ανοιχτό άνθρωπο. Κάθησε στην καρέκλα του, όπως κάθε μέρα, και άρχισε να κοιτάζει γύρω του ως προσπάθεια να προσδιορίσει τι ευθύνεται για το σημερινό του κακό ξύπνημα. Στην προσπάθειά του να επικοινωνήσει πλήρως με το χώρο, αποφάσισε να κάτσει παραπάνω στο γραφείο, στο οποίο και έμεινε μέχρις ότου άρχισε να πέφτει ο ήλιος, εικόνα που διέκρινε από το παράθυρό του. Και τότε τον χτύπησε σαν κεραυνός. Ακολούθησε ένα διάπλατο χαμόγελο, σχεδόν σαν το χαμόγελο ενός τρελού, και συνοπτικές διαδικασίες συμμαζέματος του γραφείου. Σηκώθηκε απότομα σα να του έκαναν ηλεκτροσόκ, φόρεσε βιαστικά το σακάκι του, πήρε το χαρτοφύλακα και…

...σε έναν αμπελώνα αρκετά χιλιόμετρα έξω από την πόλη, ξημέρωνε. Ο Π. δεν είχε κοιμηθεί καθόλου το προηγούμενο βράδυ, προτίμησε αντ’ αυτού να περιμένει να δει την ανατολή καθισμένος μπροστά από την καλυβίτσα του, σε μία ξύλινη πολυθρόνα που είχε ο ίδιος κατασκευάσει. Μασούσε ταμπάκο και σφύριζε αμήχανα και νευρικά, κοιτάζοντας μία τον ήλιο στην πρώιμη μορφή του, μία τα δάχτυλά του, ως προσπάθεια να προσδιορίσει τι ευθύνεται για τη σημερινή κακή του διάθεση. Και τότε τον χτύπησε σαν κεραυνός. Σηκώθηκε απότομα σα να του έκαναν ηλεκτροσόκ, φόρεσε βιαστικά το μαντήλι του, πήρε το σακίδιό του και…

Το γραφείο καταλήφθηκε από νέο υπάλληλο, η καλύβα και ο αμπελώνας άλλαξαν ιδιοκτήτη. Και κάπου στα μισά της διαδρομής, ο Π. είχε εγκάρδιο χαιρετισμό με τον εαυτό του, με τον οποίο μετά από ολιγόλεπτη συζήτηση αποφάσισαν να πάνε αλλού.

Ιθάκη.

- Δε θέλω να πας, δε θέλω καν να μπαίνω στη διαδικασία να σε σκέφτομαι μακρυά μου. Σε ικετεύω να μείνεις δίπλα μου. Όλες οι ιστορίες περί ανδρείας, δόξας και τιμής, μου ακούγονται ψίθυροι μπροστά στην κραυγάζουσα πιθανότητα της απώλειας. Απλά σε ικετεύω να το σκεφτείς. Για εμάς. Για εμένα. Σκέψου εμένα.

Η πόρτα έκλεισε βασανιστικά αργά πίσω του, αφήνοντάς την στα γόνατα, να πνίγεται από την έλλειψη δακρύων και μιλιάς.

Ένα χρόνο μετά. Εκείνη πλέον λάμπει, τα κατάμαυρα μαλλιά της επιτέλους ελεύθερα, επιτέλους τα νιώθει στον ώμο της περπατώντας, μικρά απωθημένα τα οποία ζητούσαν να τους δωθεί η ελάχιστη σημασία, βρήκαν την ευκαιρία τους. Εκείνος μικρός, καταδικαστικά νέος για αυτήν και ερωτευμένος με την άγνοια. Ιδανικός. Μετά από 1 εβδομάδα, την ικέτευε να φύγουν μαζί κάπου μακρυά και να μην ξαναγυρίσουν ποτέ. Τον ακολούθησε. Ή, έτσι πίστευε αυτός.

Ο γέρος σαμάνος τη γνώρισε επιστρέφοντας. Βλέμμα σοφό και προσηλωμένο, χείμαρρος ιδρώτα να του γαργαλάει τα μάγουλα, γρήγορη μα βαριά αναπνοή, τριμμένη σάλβια στα αναιμικά του δάχτυλα. Εκείνη τον περίμενε και τόλμησε να χαμογελάσει και να του κρατήσει το χέρι. Ακόμα και αν τη συναντούσε σε κάποιο από τα Ανώτερα τα οποία επισκεπτόταν τακτικά, ειδικά από τότε που τον χτύπησε η ασθένεια, ήταν πεπεισμένος πως πιθανότατα θα έβρισκε -όχι, δε θα έβρισκε, θα επικαλούνταν- τη δύναμη για να την απομακρύνει. Η πραγματικότητα ήταν απείρως πιο σκληρή μαζί του, περιείχε επαφή. Εγκατέλειψαν το εσωτερικό της σκηνής και δεν τους ξαναείδε ποτέ κανείς.

Από στόμα σε στόμα εδώ και περίπου δύο εβδομάδες, διαδίδονταν οι τελευταίες πληροφορίες –και φυσικά και οι ψιλοκουβέντες, σχετικά με τον αποψινό χορό, μόλις 2 μήνες μετά τον ιδιαίτερο τρόπο θανάτου της Βασίλισσας. Όταν ήρθε η ώρα τελικά, άπαντες ενθουσιάστηκαν, μη μπορώντας όμως να αποκρύψουν σε απόλυτο βαθμό ένα αίσθημα φρίκης ως απάντηση στη θέα των ειλικρινών χαμογέλων του αδιάλλακτου νεαρού τύρρανού τους, φέρνοντας κατά νου τους την πρόσφατη απώλεια. Λίγες στιγμές μετά, υπό τους ήχους της πιο ακριβής κλασσικής μουσικής της εποχής, αλλά στερούμενοι δυνατοτήτων αντίδρασης, τον αντίκρυσαν να αγκαλιάζει με πάθος, αναμφίβολα ερωτικό πάθος, αυτήν. Αυτήν, πιο άσχημη και γέρικη από ποτέ, με έναν ξανθομάλλη έφηβο να κλαίει και να ερωτεύεται στη σφιχτή αγκαλιά της και να τον λαχταρά, πιο άσχημη, πιο υποτιμιτική, πιο αληθινή από ποτέ. Έμειναν όλη τη νύχτα όρθιοι, μπροστά από τον θρόνο του. Το θρόνο τους.

Η επόμενη χρονιά την βρήκε να περιπλανιέται στους πλέον κακόφημους δρόμους των πλέον κακόφημων περιοχών. Θα έλεγε κανείς ότι τα είχε χαμένα και ζητιάνευε, αλλά η αλήθεια ήταν πως αναζητούσε. Μέσα από το φουλάρι της, το οποίο κάλυπτε σχεδόν όλο το πρόσωπο, το βλέμμα της ήταν ακριβές και αποφασιστικό. Ο ζητιάνος που μύριζε σα σάπιο μήλο και ψαχούλευε ανάμεσα στα αποφάγια, σε έναν αγώνα δρόμου ενάντια στους αρουραίους, μόλις την αντίκρυσε σωριάστηκε καταγής και άπλωσε το χέρι του. Αντί για ελεημοσύνη, έλαβε το δικό της.

- Σήκω. Πάμε.
- Τι είναι αυτά που λες κορίτσι μου;
- Φεύγω. Έλα.


Τον πήρε από το χέρι και αφού τον σήκωσε, χρησιμοποίησε τους δυνατούς από τη δουλειά ώμους της ώστε να τον βοηθήσει να στηριχτεί.

Δύο χρόνια μετά, ένας Ασιατικής καταγωγής πολεμιστής, έκανε την είσοδό του στο παλάτι. Χαιρέτησε αμήχανα μα με μηχανικό σεβασμό τους υπόλοιπους, και έμεινε δίπλα τους όρθιος να την χαζεύει. Μη γνωρίζοντας τον ακριβή ρόλο του στο θέατρο που αριστοτεχνικά είχε στηθεί, μη γνωρίζοντας αν είχε στηθεί εναντίον ή υπέρ του, περίμενε. Και περίμενε. Και τότε, από την κύρια είσοδο, μπήκε εκείνος. Γερασμένος, σκισμένα ρούχα, σκισμένα δάχτυλα, σκισμένο εγώ. Εκείνη τον κοίταξε, ευτυχισμένη που ήρθε αργά. Ευτυχισμένη που ήρθε ακριβώς επάνω στην ώρα. Αμέσως σηκώθηκε από τον αργαλιό της, έτρεξε στην αγκαλιά του, και του ψιθύρισε στο αυτί λόγια αιώνιας αγάπης και μετάνοιας. Είχε πια γεράσει, και ήξερε πως ήθελε να πεθάνει μαζί του. Χαμογέλασε καθώς οι εκλεκτοί της σωριάζονταν ένας ένας, αποσβωλωμένοι, μοιρολάτρες, ανίκανοι, στο πάτωμά της. Στο πάτωμά του. Τα κεφάλια τους σκέφτηκε, θα έδειχναν παραπάνω από εντυπωσιακά κρεμασμένα πάνω από το τζάκι του μικρού αποπνικτικού δωματίου μέσα στο οποίο είχε κλάψει ώρες ατελείωτες κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου. Ώσπου να αποφασίσει πως η ζωή της έπρεπε να πάψει να είναι παθητική, ζωή αναμονής. Και ώσπου να αποφασίσει πως έχει τη δύναμη, με έναν της ψίθυρο, να τους στείλει όλους σε εκείνο το δωματιάκι, όχι ιδιαίτερα αρτιμελείς. Αγκάλιασε τον άσωτο ήρωά της, προσπάθησε να κλάψει ανεπιτυχώς, και αποχώρησε για τον αργαλιό της.

Ο ιστός που ύφαινε η Πηνελόπη, ζητούσε απεγνωσμένα την τελευταία του πινελιά εδώ και 20 χρόνια.

Ντίσκο

Όταν γνώρισα τη Δ., ήμουν έξι ετών. Ήταν ένα σχετικά σκοτεινό, κρύο μα καθαρό χειμωνιάτικο απόγευμα στην παιδική χαρά κοντά στο σπίτι μου. Καθώς οι γονείς μας γνωρίζονταν, θεώρησαν βολικό το να δειπνήσουν εκείνη τη μέρα που θα μπορούσα να γνωρίσω ένα κορίτσι της ηλικίας μου και να τους αφήσω να τα πουν με την ησυχία τους, όντας ιδιαίτερα θορυβώδες παιδί. Μετά από χρόνια, έμαθα πως εκείνη τη μέρα που ενώ έκανα κούνια και άφηνα ενθουσιώδη ουρλιαχτά υπό το βλέμμα των τεσσάρων ενηλίκων που κάπνιζαν στο παγκάκι, το κοριτσάκι που στεκόταν μπροστά μου δεν ήταν ντροπαλό και βαρετό όπως νόμιζα, μα σκεπτικό. Και σκεφτόταν –όχι, ήξερε- από τότε, πως θα είμαι για πάντα δικός της. Κατεβαίνοντας από την κούνια, την είδα να χαμογελάει το ίδιο σκεπτική, έκφραση που με γοήτευσε μα με κατέβαλλε παράλληλα, μη έχοντας ξαναδεί παιδί σαν και εμένα να μπορεί να αποπνεύσει τέτοια επιβλητικότητα. Ο άμεσος και καταφανής αφοπλισμός μου, άμεσα παρέδωσαν το πηδάλιο σε εκείνη. Και από εκείνη τη στιγμή, η ζωή μου ήταν μια πτήση σε ανεξερεύνητα υψόμετρα, με τη Δ. στο πιλοτήριο και εμένα στις οικονομικές θέσεις. Και λάτρευα τη θέα.

Λίγο καιρό μετά οι γονείς της αποφάσισαν να μετακομίσουν και αποδείχθηκε ευτυχές το ότι η Δ. ήταν πια πιο κοντά σε μένα από ποτέ, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς το ότι πλέον πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο. Ήταν το πρώτο κορίτσι που ήταν οικείο μαζί μου, χωρίς να αφήνει ποτέ κατά μέρος το αυστηρό, δασκαλίστικο ύφος που την περιέβαλλε σα μανδύας. Με τα χρόνια άρχισα να την εμπιστεύομαι και να την ακολουθώ. Μαζί της έκανα την πρώτη μου κοπάνα, μαζί της το πρώτο μου τσιγάρο, από τις εμπειρίες της ήρθα σε πρώτη έμμεση επαφή με τον έρωτα, το σεξ, τους ανθρώπους . Με νοιαζόταν και μου ανοιγόταν όσο ποτέ δεν είχε ανοιχτεί σε κανέναν. Όπως τότε, που μία φορά υπό την επήρεια αλκοόλ και ουσιών, προσπάθησε να αναλύσει το πόσο ιδανικό ήταν το τάιμινγκ της γνωριμίας μας, και πως είμαστε οι κατάλληλοι άνθρωποι στους κατάλληλους ρόλους. Ομολογώ πως από τη στιγμή που άρχισε το πανεπιστήμιο και συγκατοικήσαμε, την καταλάβαινα όλο και λιγότερο μέρα με τη μέρα. Αλλά ούτε στιγμή δεν περνούσε από το νου μου πως δεν την αντέχω. Απολάμβανα πραγματικά κάθε στιγμή που βρισκόταν γύρω μου, και γνωρίζω πως έκανε και εκείνη το ίδιο. Μια μέρα μετά από περίπου ένα χρόνο, και ενώ διάβαζα στο δωμάτιό μου, μπήκε μέσα κρατώντας ένα κερί, έβησε τα φώτα και άρχισε να χορεύει μυστικιστικά. Ήταν κάτι που έκανε συχνά, αλλά ποτέ πριν ως τότε, κυρίως λόγω της δικής της αποστασιοποίησης, δεν είχα δει πόσο όμορφη ήταν. Το θέαμα με συνεπήρε και πρώτη φορά ένιωσα κοντά της. Έλυσα τη ζώνη, σηκώθηκα από το κάθισμά μου και για πρώτη φορά χτύπησα την πορτούλα του πιλοτηρίου. Αλλά ατυχώς, με σταμάτησε η αεροσυνοδός ζητώντας μου να δέσω τη ζώνη μου εν όψει των επικείμενων κενών αέρος. Υπάκουα γύρισα πίσω, και ήμουν για μία ακόμα φορά μόνος με τα βιβλία μου.

Μετά την αποφοίτησή μας συνεχίσαμε να συγκατοικούμε και να μοιραζόμαστε τα πάντα, έστω από διαφορετική σκοπιά. Εγώ πάντοτε χρειαζόμουν τις εμπειρίες και τις ιδέες της, αυτή πάντοτε χρειαζόταν έναν ακροατή. Για αυτό και σχεδόν πάντοτε στεκόμουν βουβός και αμήχανος κάθε φορά που εκείνη μου εξηγούσε το πώς βλέπει τα πράγματα, τη διαφορετική, δημιουργική, λιγότερο γνώριμη και υποφερτή πλευρά των πραγμάτων. Ακόμα και όταν δεν καταλάβαινα τίποτα, της έγνεφα καταφατικά και την ικανοποιούσα. Τότε θα ανακουφιζόταν γιατί κάποιος την άκουσε, και θα συνέχιζε να πίνει αργά αργά το γαλλικό της.

Στα χρόνια ανάμεσα στις σπουδές και την –κοινωνική- ενηλικίωσή μας, η Δ. –με εμένα πάντοτε στο πλευρό της- πέρασε την πιο πειραματική περίοδο της ζωής της. Μπροστά σε έναν καμβά που έπρεπε να δημιουργήσω ένα πορτραίτο με κύρια υλικά μου τα ταξίδια, τους ανθρώπους, τα φώτα των Ευρωπαικών πόλεων, τα ναρκωτικά και τα σεξ μίας νύχτας, το χέρι μου έτρεμε πολύ. Το δικό της όχι, και αυτό ήταν που με καθοδηγούσε. Εκείνη την περίοδο ένιωσα για πρώτη φορά τυχερός που την είχα γνωρίσει, η πρώτη φορά που ένιωσα ερωτευμένος μαζί της. Και ήταν απελπιστικά ελεύθερη για να μπορέσει ποτέ να γίνει δική μου. Μου ανακοίνωσε πως είναι άρρωστη, δεν έχει πολλά χρόνια ζωής ακόμη, και με αγκάλιασε αφού πρώτα μου χάρισε το πιο ειλικρινές χαμόγελο που έχω τολμήσει να δω ποτέ. Με κράτησε έτσι για δύο λεπτά και ενθουσιασμένη χάθηκε στο πλήθος χορεύοντας. Ήταν γραφτό της να πεθάνει και εγώ τη ζήλευα.

Σήμερα πάνε περίπου τριάντα χρόνια από τότε που τη γνώρισα. Εγώ ακόμα ακροατής, παρατηρώ από το κάθισμά μου τα φώτα των πόλεων τις νύχτες, τις λίμνες και τις οροσειρές στις οποίες επιλέγει να με οδηγεί. Εκείνη με το πηδάλιο μόνιμα στα χέρια της, και μάλιστα να μετακομίζει σήμερα μαζί μου στο πατρικό μου, και αυτή τη στιγμή να της φτιάχνω δείπνο, με τα χέρια μου κατακόκκινα και γεμάτα σημάδια από τα κατσαβίδια και τα λοιπά εργαλεία που χρησιμοποίησα για τις όποιες απαραίτητες επιδιορθώσεις. Η κουζίνα μας έδειχνε στη θάλασσα και σήμερα είχε αρκετό κύμα που για κάποιο λόγο μου έφερε στο μυαλό την πρώτη μας μέρα στην παιδική χαρά. Άνοιξα το παράθυρο και για πρώτη φορά ξαναβρήκα στον αέρα τη μυρωδιά εκείνης της μέρας. Εισέπνευσα βαθιά, χαμογελαστός και δυνατός. Φάγαμε μαζί, και μετά μου είπε πως ήρθε η ώρα. Ήταν η πρώτη φορά που πανικοβλήθηκα όλα αυτά τα χρόνια, όταν άρχισε να με φιλάει και να ξαπλώνει μαζί μου στο πάτωμα. Όταν τελειώσαμε, την κοίταξα στα μάτια όπως δεν είχα κάνει ποτέ. Ο πιλότος άνοιξε την πόρτα και με κοίταξε χαμογελαστός.

«Μ’ αγαπάς;»
«Και βέβαια όχι, κουτέ. Ποτέ δε σε αγάπησα. Ούτε κι εσύ. Αλλά ήταν φανταστικά, δεν ήταν;»

Σοκαρίστηκα όταν συνειδητοποίησα πως αυτό ήθελα να ακούσω. Όταν συνειδητοποίησα πως είχε δίκιο. Της έκλεισα τα μάτια και την φίλησα στο μέτωπο. Δεν τα ξανάνοιξε ποτέ. Διαπιστώνοντας την απώλεια του ελέγχου, ασυναίσθητα έπεσα ολόκληρος επάνω στο πηδάλιο ενώ το αεροπλάνο συνέχιζε την ιλιγγιώδη πορεία του προς τη συντριβή. Η κίνησή μου απέβη σωτήρια, καθώς συνειδητοποίησα πως με κάποιο τρόπο, είχα μάθει να πιλοτάρω. Τράβηξα το πηδάλιο προς τα πίσω και έφτασα στον ουρανό.

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2009

Νωθρότητα.

“Γιατί με κοιτάει έτσι αυτός ρε μαλάκα;”

Η 80χρονη –κατά τα φαινόμενα, τα οποία συνήθως απατούν, άρα τουλάχιστον 80χρονη- αναιμική, ρυτιδιασμένη, νεκροζώντανη φιγούρα του υπάλληλου του μίνι-μάρκετ μοίραζε χαμόγελα. Και βλέμματα. Αλλά κυρίως χαμόγελα, λόγω ασθενούς οράσεως. Ή κυρίως βλέμματα, λόγω φανερής έλλειψης στοιχειωδών οργάνων που θα συντελούσαν στην επιτυχή διεκπεραίωση μιας τέτοιας αποστολής. Δοντιών, με λίγα λόγια. Με λόγια έξω από τα δόντια.

“Έχεις δει τη μούρη σου τελευταία;” – “Άντε γαμήσου.”

Το υπεραιωνόβιο γκόλουμ μάλλον αναθάρρησε στο άκουσμα λέξεων που στα νιάτα του σήμαιναν κάτι βιβλικό, και πλησίασε τους δύο εξτρίμ νεαρούς, κρατώντας το βλέμμα, κρατώντας το χαμόγελο, κρατώντας μια μαγκούρα και κινούμενος με ρυθμούς που θα ζήλευαν τα ζόμπι του Ρομέρο. Έκανε να ανοίξει το στόμα του, δεν το άνοιξε, ευτυχώς γιατί βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής, τσιμουδιά. Τα τρομοκρατημένα μα καμουφλαρισμένα με δόσεις ειλικρινούς καχυποψίας και τσαμπουκά βλέμματα των νεαρών μας, έδωσαν άμεσα σήμα στον Πατήρ-Εγκέφαλο, ο οποίος αφού αντιλήφθηκε τη σοβαρότητα της κατάστασης, ξύπνησε ταυτόχρονα και το διπλανό του Πατήρ-Εγκέφαλο, και αφού για πρώτη φορά λειτούργησαν, και για πρώτη φορά λειτούργησαν ταυτόχρονα, έστειλαν σήμα στα τρομοκρατημένα μα καμουφλαρισμένα με δόσεις ειλικρινών Λιβάις Τζινς, πόδια τους. Δεν άρχισαν όμως να τρέχουν ουρλιάζοντας, παρά μόνο αφού πήραν 2 (δύο) κουτάκια κοκακόλα έκαστος στα χέρια τους και γλίστρυσαν επιδέξια και με ρίσκο ζωής από τα θανατηφόρα χέρια του μύκητα που είχε το θράσος να κυκλοφορεί ελεύθερος με ανθρώπινη μορφή.

Στη γωνία πριν το σπίτι τους , τον είδαν. Στεκόταν, χαμογελούσε, είχε δόντια, φορούσε γυαλιά, ήταν αυτός. Κοιτούσε. Σίγουρα είχε έρθει ως εδώ πριν από αυτούς, πριν από τον ίδιο του τον εαυτό ,πριν το Χόκινγκ, για το Χόκινγκ. Και για να απονείμει δικαιοσύνη, με τρόπο που θα άρμοζε σε έναν υπεύθυνο καταστηματάρχη. Δε θα του περάσει.

“Ψόφα, δαίμονα”. Οι ανθρακούχες βολές προς τον ανήμπορο γεράκο και η χρήση τακτικών του στυλ “χτύπα και τρέχα” συνέθεταν το όμορφο και ήσυχο κατά τα άλλα απόγευμα της 24ης Ιουλίου, στη μικρή γειτονιά που βρισκόταν έξω από την πόλη της Κ. Ο χωροχρονικός γεράκος κατέρρευσε χωρίς να τον πετύχει κανένας από τους τσίγκινους σαμουράι που προσπάθησαν βίαια να εισβάλλουν στην ομαλή διεξαγωγή του απογευματινού του τριπ, αλλά ένα τέτοιο θέαμα είναι αποτρόπαιο, ξαφνικό, δυσβάχταχτο για τέτοιες ηλικίες, όπως και να χει. Ακόμα και οι βρικόλακες πεθαίνουν από το φόβο τους, όπως αποδεικνύεται.

Το μίνι μάρκετ την επόμενη ήταν κλειστό. Αλλά αυτός μέσα. Σίγουρα θα σχεδίαζε κάτι. Σίγουρα έδειχνε να σκέφτεται, να μελετάει, και να σχεδιάζει. Αντικρύζοντας τον εκεί, το ίδιο μοχθηρό, το ίδιο ζελεδιαστό, χωρίς δόντια, οι δύο ήρωές μας αποφάσισαν πως έπρεπε να τελειώσει εδώ αυτή η διαμάχη. Ένα χτύπημα στην πόρτα και μία κραυγή που μεταφράζεται ως “θα πεθάνεις, απεσταλμένε των Ανίερων” ήταν αρκετά.

Και έτσι απεβίωσαν οι δύο γηραιέστεροι δίδυμοι της κωμόπολης.

Καουμπόηδες.

“Well, I'm at the station, and I can't get on the train…”

Έφερα το κεφάλι μου απότομα μπροστά και συνέχισα, χαμηλώνοντάς το, μόλις διέκρινα πως κάποιος ήταν εκεί. Και όντως, στο μπαλκόνι του κοντινότερου στο δρόμο διαμερίσματος είχες βγει εσύ για τσιγάρο. Η ανοιχτή μπαλκονόπορτα και τα δυνατά σου ηχεία επέτρεπαν στη βραδιά να έχει έναν πιο τζαζ τόνο. Το παγκάκι στο στενό με την επιγραφή “Οδός Ευνομίας” είχε γίνει μούσκεμα από τη βροχή, όπως κάθε βράδυ την τελευταία εβδομάδα. Και εγώ, από τις εννέα και έπειτα, εμφανιζόμουν για να του χαρίσω μια στεγνή ακρούλα θυσιάζοντας τη σπιτική θαλπωρή και ίσως τα πνευμόνια μου. Ήδη βήχω. Χαλάλι. Θα στρίψω κι εγώ.

“Δεν έχει, όχι.”

Σε κοίταξα ξαφνιασμένος. Είχες γυρίσει την πλάτη σου και μιλούσες σε κάποιον μέσα. Όχι σε μένα. Σίγουρα δε θα μιλούσες ποτέ σε μένα. Ψαχούλεψα τις τσέπες μου και –αφού σχεδόν με έκανε να αναπηδήσω ένα μικρό ρίγος- έφερα τον καπνό μπροστά μου, μόνο και μόνο για να διαπιστώσω πως μου είχε τελειώσει. Σε κοίταξα καχύποπτα. Ευχαριστώ για την πληροφορία. Σηκώθηκα, σε είδα να μιλάς έντονα στο τηλέφωνο, άφησα το παγκάκι να βρέχεται και γύρισα σπίτι.

Την επόμενη έκατσα στο παγκάκι από τις οκτώμιση. Φαίνεται πως τα πήγαινε μια χαρά, μιας και δεν έβρεξε σήμερα. Αλλά το κρύο με δυσκόλευε. Τσιγάρο. Κοίταξα αργά αργά προς το παράθυρό σου, φοβούμενος μήπως δε δω φως, μήπως δεν είσαι εδώ. Δόξα τω θεώ. Το φως έσβησε και βγήκες πάλι στο μπαλκόνι. Έδειχνες άρρωστη, έσκιζες νευρικά ένα πακέτο τσιγάρα και για μία στιγμή ένιωσα πως με κοίταξες. Θα προλάβαινα να σιγουρευτώ αν δε με είχε καταβάλλει πανικός και δε γυρνούσα το βλέμμα μου στο άδειο –εκτός από μένα- παγκάκι της Οδού Ευνομίας. Αφού μπήκες πάλι μέσα διέκρινα ένα μικρό κομμάτι χαρτί κάτω, αποτέλεσμα της νευρικότητάς σου. Έκανα να το μαζέψω, επάνω του

“το Υπουργεί…..
Προσοχ….”.

Το έβαλα στην τσέπη μου και στο παγκάκι μου χωρίς να έχω αντιληφθεί πως την ίδια ώρα ένας κάτοικος προσπαθούσε να παρκάρει επιδέξια το αυτοκίνητό του στο στενάκι και με χτύπησε. Μετά από πληθώρα απολογιών, δικαιολογιών, απειλών, έντασης, ηρεμίας, επέστρεψα στο κρεβάτι μου όπου έκατσα μέχρι το πρωί σκεπτόμενος πως το ήξερες. Πως με αγαπάς, με νοιάζεσαι, με προειδοποιείς. Έστω και αν δεν το ξέρεις. Με βλέπεις σχεδόν καθημερινά τους τελευταίους 5 μήνες, πως γίνεται να μη με καταλαβαίνεις; Σε έχω δει να καπνίζεις, να στενοχωριέσαι, να πειράζεις, να πειράζεσαι, να με κοιτάζεις – σίγουρα με κοίταξες!- να με παρατηρείς; Υπάρχει περίπτωση να είσαι εσύ εκεί, επειδή κάποια στιγμή θα σύχναζα εγώ στο απέναντι παγκάκι; Υπάρχει περίπτωση να στέκουν όλα; Υπάρχει περίπτωση να είναι απλά γραφτό το να έρθεις να μου μιλήσεις, να μου εξομολογηθείς, να με φιλήσεις, ενώ θα έχω γείρει το κεφάλι μου προς το μέρος σου για να σου βγάλω τυχαία ένα φύλλο από τα μαλλιά, και οι προειδοποιήσεις σου για τον καπνό και το αυτοκίνητο να ήταν τρόποι προσέγγισης; Είναι δυνατόν; Πως…

Τρεμάμενος –όχι από το κρύο- έστριβα μέσα στο στενάκι διστακτικά και με την καρδιά μου να διαμαρτύρεται έντονα, σε μία από τις πιο δύσκολες στιγμές της. Την καταλάβαινα, αλλά δεν έπρεπε να κάνω πίσω. Το χαλί είχε αρχίσει να στρώνεται, και είχα φορέσει τα καλά μου παπούτσια για την περίσταση. Πλησιάζοντας το μπαλκόνι σου σε είδα να ξεσπάς. Πιο θυμωμένη από ποτέ, καθισμένη στα γόνατα, να κρατάς τα κάγκελα τόσο δυνατά που φαίνονταν οι φλέβες σου, η μουσική στα αυτιά μου και η κουκούλα στο κεφάλι μου να συγχρονίζει τις δυνατές φωνές σου, τη βροχή, και “everywhere I go, it rains on me” , όντως συνέβαινε, έχεις δίκιο, δεν έπρεπε να πάρω τόσο θάρρος, μη φωνάζεις και μην κλαις σε παρακαλώ, το ξέρω πως με μισείς, θα σε μισήσω και εγώ αν συνεχίσεις/όχι, θα φύγω επειδή σε αγαπάω. Πόσο ανόητος ήμουν πιστεύοντας πως σήμαιναν κάτι όλα αυτά.

Την επόμενη μέρα, το παγκάκι της Οδού Ευνομίας είχε γίνει μούσκεμα από τη μία μεριά, τη μεριά που καθόμουν εγώ. Στη διπλανή είχες κάτσει εσύ, έκλαιγες και με περίμενες να μου μιλήσεις για πρώτη φορά. Δεν ξαναήρθα. Είχα θυμώσει και στους δύο σας.

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2009

Κρίπολ.

Όχι. Δεν έχω χέρια.

«Και πώς στο διάολο σκαρφαλώνεις καθημερινά» με ρώτησες.

Απλά άνοιξα μια μέρα τα μάτια και βρισκόμουν εδώ πάνω. Μη με ρωτάς πως, μη με ρωτήσεις γιατί, μη με ρωτήσεις γιατί εγώ.

Έκτοτε, έδωσα στην μόνιμα ξερή κορυφή το όνομά μου, και το δέχτηκε, και άρχισε να μυρίζει σαν εμένα, και άρχισα να μυρίζω σαν αυτήν. Θα έβαζα και σημαία, μία εντυπωσιακή, με επιβλητικό στύλο και τα αρχικά μου στο ανέμελο πανί, ως κατακτητής. Αν είχα χέρια, δηλαδή.

Άνοιξα μια μέρα τα μάτια και βρέθηκα εδώ πάνω, μα τώρα τα μανίκια μου αν και άδεια μυρίζουν χώμα και γη και δυνατό μα φρέσκο αεράκι και το έδαφος πλέον μυρίζει ιδρώτα και άσχημη πρωινή αναπνοή, την φθείρω, όσο είμαι εδώ την φθείρω, πρέπει να κατέβω αλλά πως ανέβηκα, γιατί ανέβηκα, απλά έκλεισα τα μάτια και με έφερε εδώ και μύριζε όμορφα. Γιατί όχι, εσύ τι θα έκανες.

Άνοιξα μια μέρα τα μάτια και βρέθηκα εδώ πάνω, πάνω από τα συντρίμμια ενός αρχαίου ναού που δεν έχει χτιστεί για μένα αλλά γκρεμίστηκε για μένα, και θα χόρευα τώρα αλλά δεν έχω χέρια και άμα πατήσω –όντας από γεννησιμιού ατζαμής- κάποιο χαλαρό κομμάτι μάρμαρο, θα γλιστρύσω και θα εγκλωβιστώ και δεν έχω χέρια. Και δεν έχει ψυχή εδώ πάνω, και κανείς δε θα με ακούσει.

Άνοιξα μια μέρα τα μάτια και βρέθηκα εδώ πάνω, και μυρίζω σα μωρό, ξαναγεννήθηκα και αναρριχήθηκα, δεν σκαρφάλωσα, όχι, δεν έχω χέρια, και η σημαία μου είμαι εγώ, και καρφώνομαι με δύναμη στο έδαφος και μένω εκεί να κυματίζω, να κυματίζω και να κοιτάζω γιατί μόνο το κεφάλι μου προεξέχει πλέον, μα το έδαφος μυρίζει όλο και πιο έντονα σάπιο κομμάτι κρέας, και απέχει εκατοστά από τη μύτη μου, και προσπαθώ να την καλύψω και δεν έχω χέρια.

Στο όνομα της βεβιασμένης αναρρίχησης, έκλεισα τα μάτια μου, λίγο πριν το εκτινασσόμενο κάθισμα που αδρανούσε καιρό κάτω από το έδαφος, κάτω από μένα, με βγάλει για τα καλά από την τρύπα μου και με στείλει στα ανώτερα στρώματα. Μύριζα ιδρώτα και χαλασμένη πρωινή αναπνοή και το μόνο που πρόλαβα να δω τη στιγμή που έπεφτα με ιλιγγιώδη ταχύτητα ήταν ένα νεογέννητο αγριόχορτο στην κορυφή.