Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2009

Σχολείο.

Χθες είδα έναν άνθρωπο να αιωρείται. Όχι πολύ, στεκόταν όρθιος με τα χέρια στις τσέπες και χάζευε, δυόμιση μέτρα πάνω από το έδαφος. Έκανα να τον πλησιάσω προσπαθώντας παράλληλα να μη σκοντάψω σε κάποιο από τα εξωτερικά κάγκελα του πάρκου ή σε κάποιον κάδο απορριμάτων –δε μπορούσα προφανώς να πάρω τα μάτια μου από πάνω του καθώς πήγαινα προς το μέρος του.

Χρειάστηκε ένα μικρό αλματάκι ώστε να αγγίξω την άκρη του αθλητικού του παπουτσιού και μια μικρή, σχεδόν ψιθυριστή έκκληση για σημασία ώστε να του τραβήξω την προσοχή. Μικρά πράγματα. Αυτός βαριεστημένα και αδιάφορα χαμήλωσε το βλέμμα του και μόλις συνειδητοποίησε ότι βρίσκομαι στο πεζοδρόμιο από κάτω του μου χαμογέλασε και μου ζήτησε συγγνώμη που δε με είχε δει.

«Συγγνώμη για την ενόχληση μία τόσο όμορφη μέρα, απλά να , ήθελα να σε ρωτήσω πως το κάνεις αυτό ακριβώς.»

Βλέπετε, εγώ και όσοι άλλοι έχουμε τολμήσει να συζητήσουμε κάτι τόσο προσωπικό, συμφωνήσαμε πως το να πετάς δε μπορεί παρά να είναι κάτι ανεξέλεγκτο και τρομακτικό. Τα όνειρά μας, μας είχαν διδάξει πως το να πετάς είτε είναι κάτι που γίνεται μόνο σε μεγάλες ταχύτητες –οπότε και κινδυνεύεις να σκοτώσεις άθελά σου κανέναν άτυχο που πιθανό να βρεθεί στο διάβα σου- είτε κάτι το οποίο δοκιμάζεις σε ταράτσες καζίνο και καταλήγεις να σπας τα μούτρα σου και να ξυπνάς ιδρωμένος. Πώς κατάφερνε αυτός ο διάολος που στεκόταν από πάνω μου να στέκεται εκεί σα να μην τρέχει τίποτα και να αγναντεύει, ιδέα δεν είχα. Ένιωσα μια τεράστια επιθυμία λοιπόν να τον ρωτήσω.

«Ποιο κάνω;»
«Ε, το να αιωρείσαι. Όσοι γνωστοί μου έχουν τέτοιες τάσεις, συμπεριλαμβανομένου κι εμού του ιδίου, φοβούνται πως θα καταλήξουν κόκκοι άμμου είτε από την ιλιγγιώδη ταχύτητα είτε από κάποια –τι παράξενο- πτώση από ψηλά. Το έχουν συμπεράνει από τα όνειρά τους. Εσύ λοιπόν, πώς τα κατάφερες;»

Κατέβηκε αργά αργά στο ύψος του πεζοδρομίου οπλισμένος με το πιο αμφιλεγόμενο χαμόγελο που έχω δει ποτέ στη ζωή μου.

«Απλά σταμάτησα να ονειρεύομαι» μου είπε βαρετά κοιτώντας το ρολόι του και αφού έχωσε ξανά τα χέρια στις τσέπες, άρχισε να περπατάει ώσπου χάθηκε μέσα στο πάρκο.

Ευτυχία.

Σήμερα την πήρα τηλέφωνο, να δω τι κάνει, δεν το σήκωσε.

Προχθές την είδα να βοηθάει τη μικρή να μάθει κούνια. Πρωί, κοίταζε αγχωμένη το τηλέφωνό της και επαναλάμβανε ότι ΄φτάνει, θα ξαναέρθουμε αύριο΄.

Πέρυσι με είδε να την παρακολουθώ. Είμαι σίγουρος πως με είδε, γιατί τον φιλούσε χαϊδεύοντας το χέρι του και άνοιξε τα μάτια και στεκόμουν απέναντι. Νομίζω πως μου έριξε ένα ακόμα νοσταλγικό βλέμμα προτού μπουν χέρι-χέρι σε κάποιο ζαχαροπλαστείο. Της έκανα νόημα πως θα της τηλεφωνήσω. Δεν το έκανα για ένα χρόνο.

Πριν 6 χρόνια, τέτοια εποχή, ίσως και τέτοια μέρα –ελπίζω τέτοια μέρα, δες την ημερομηνία, μπα- ξαπλωμένος στο κατάστρωμα, ιστιοφόρο στη μέση του πουθενά, τα μάγουλά της κόκκινα σαν το κρασί , ήταν το κρασί, λευκό φόρεμα, λευκά πανιά, στα μάτια μου ένα, ένα που σχημάτιζε τρελούς μεθυσμένους χορούς σαν το δικό της -‘έλα να χορέψουμε΄- κάνω να την πλησιάσω, ξεφεύγει, γέλιο/κρασί/της πέφτει/κάνουμε έρωτα στο κατάστρωμα. Της είπα πως νιώθω ότι αυτό θα τελειώσει, μα δεν πρέπει να το ξεχάσουμε.

Νέοι σε παγκάκι στο σταθμό Saint Charles, τα πόδια της επάνω στα δικά μου, της τρίβω τους αστράγαλους και της φιλάω τα δάχτυλα που μυρίζουν μανώ, με κοιτάζει εξουθενωμένη και όμορφη σαν τη Μασσαλία, τα λευκά πλεκτά της γάντια και το κασκόλ ακουμπισμένα πάνω στο παντελόνι της, το παλτό της μυρίζει σαν αυτή, της το είπα, χαμογέλασε και μου είπε κάτι για κοινοτυπίες, τη φίλησα. Με αγκάλιασε σφιχτά και δάκρυσε από συγκίνηση όταν της είπα πως μας φαντάζομαι πεσμένους στο κατάστρωμα κάποιου ιστιοφόρου σταματημένου στη μέση του πουθενά, να πίνουμε κρασί και να κάνουμε έρωτα ώσπου να πέσουμε και οι δύο ξεροί. Της έβγαλα τις μπαλαρίνες από τα πόδια και της έτριψα τα δάχτυλα.

Σε λίγα χρόνια, τέτοια εποχή, θα βρισκόμαστε ξαπλωμένοι στο κατάστρωμα σε ένα ιστιοφόρο στη μέση του πουθενά, τα μάγουλά της θα είναι κόκκινα από το κρασί, κόκκινα σαν το κρασί, το φόρεμά της θα είναι λευκό σαν τα πανιά και τα σύννεφα, θα χορεύει μαζί τους μεθυσμένη και ερωτευμένη –ερωτευμένη μαζί μου- και θα μου ζητάει να χορέψουμε και θα με ξεγελάει, και θα την ρίχνω κάτω στο κυνηγητό και θα κάνουμε έρωτα, ενώ θα σκέφτομαι με πικρία πως λογικά, κάποτε θα τελειώσει.

Σε λίγα χρόνια, τέτοια εποχή, θα με δει, και θα είμαι σίγουρος πως θα με δει και θα με αναγνωρίσει, γιατί θα στέκομαι κοντά της, και όταν θα φιλάει κάποιον άλλο λίγο πριν πάνε να φάνε κάτι να τους τονώσει μετά τον πρωινό περίπατο θα τολμήσω να της δώσω σημάδι πως θα επικοινωνήσω, πως θα είμαι εκεί για αυτήν, πως είμαι ακόμα δικός της.

Σε λίγα χρόνια από τώρα, τέτοια εποχή, θα πηγαίνει την κόρη της στο πάρκο και θα είναι ευτυχισμένη, έχοντας όμως στην άκρη του μυαλού της μια ενοχλητική και σαδιστική ελπίδα πως μπορεί να πάρω. Και δε θα πάρω τότε. Θα πάρω όταν θα γνωρίζω πως δε θα μπορεί, καθώς δε θα έχω τι να της πω. Θα δει αργότερα ότι πήρα, θα κλάψει, δε θα πάρει ποτέ, καθώς δε θα έχει τι να μου πει.

Σήμερα την πήρα τηλέφωνο, να δω τι κάνει, δεν το σήκωσε.

Αύριο φεύγω.

Μασώντας.

Βούτηξα, κράτησα την αναπνοή μου, την κράτησα λίγο ακόμα, αναδύθηκα. Τα δυο μου χέρια σφιχτά γαντζωμένα στο βρώμικο μάρμαρο, το υγρό πρόσωπό μου σε απόσταση αναπνοής από το θολό καθρέφτη. Βαθιά ανάσα. Επαναφέρω την ασταθή αναπνοή μου στον ρυθμό της. Τον έλεγχο του τρελού ρυθμού των ζωτικών οργάνων μου ακολούθησε ένα σύντομο αίσθημα αυτοπεποίθησης το οποίο όμως, δεν κατάφερε σε καμμία περίπτωση να καλύψει τον πανικό μου. Τέλος πάντων, καλημέρα.

Η αροκάρια σήμερα κλείνει τα 7 της χρόνια. Δεσπόζει στο κέντρο του σαλονιού και με καλημερίζει, με κοιτάζει, της διαβάζω, από τότε που γεννήθηκε. Ριζωμένη κτητικά και περήφανα, η επιβλητική μου πριγκίπισσα έχει δείξει όλα αυτά τα χρόνια να χαίρει της θαλπωρής και της φροντίδας μου, ανθίζοντας και ψηλώνοντας βολεμένη στο χώμα που από πάντα κάλυπτε το πάτωμά μου. Φροντίδα τόσο μεγάλη, που δεν έχει αρρωστήσει παρά μόνο φέτος, όταν και το φύλλωμά της άρχισε να υποχωρεί και τη θέση του να παίρνουν μικρές θηλιές. Μέρα με τη μέρα, μια θηλιά τυχαίου μεγέθους έκανε την εμφάνισή της στην άκρη του αντίστοιχου ορφανού, ξεγυμνωμένου πλέον κλαδιού.

Τις πρώτες μέρες απλά το αγνόησα, θεωρώντας πως τα μάτια μου απλά παίζουν παιχνίδια. Στη συνέχεια, και καθώς η Αρρώστια συνέχιζε να εξαπλώνεται, πανικοβλήθηκα. Τον τελευταίο χρόνο δεν έχω σταματήσει να έχω εφιάλτες που περιλαμβάνουν από έναν κλώνο μου κρεμασμένο επάνω σε κάθε ένα από τα γεμάτα θάνατο χέρια της, συνήθως ζωντανό ακόμα, να χτυπάει νευρικά τα πόδια του και να εκκρίνει τα τελευταία του υγρά από το στόμα και τη μύτη, τα μάτια γεμάτα αίμα. Και τότε είναι που πετάγομαι ξύπνιος, μοναχά για να διαπιστώσω πως ούτε όταν είμαι σε εγρήγορση και διακατέχομαι από νηφαλιότητα τα πράγματα βρίσκονται σε καλό δρόμο.

Κατευθύνθηκα αργά και επιφυλακτικά προς το σαλόνι, την είδα το ίδιο ψηλή και περήφανη όπως κάθε άλλο πρωί, και εισχώρησα στο βασίλειό της περνώντας πάνω από τον ξύλινο προστατευτικό φράχτη που της είχα χτίσει στα πρώτα της γενέθλια, όντας υπερβολικά αθώος τότε, ώστε να μπορώ να προβλέψω μια τέτοια πραξικοπιματική πράξη αχαριστίας. Ένα ελαφρύ αεράκι που προϋπήρχε –μα τώρα ήμουν πιο κοντά και μπορούσα να το προσέξω- έκανε τις θηλιές να παίξουν απειλητικά προς το μέρος μου, σαν ένα τσούρμο από σιωπηλές ονειροπαγίδες που με χαϊδεύουν με τα πούπουλά τους. Ανατρίχιασα και έκανα ένα μικρό βήμα προς τα πίσω, νιώθοντας να πατάω επάνω σε κάτι. Σηκώνοντας το πόδι μου, είδα ένα στραβό ασημένιο κουτάλι το οποίο χρησιμοποιούσα κάθε βράδυ για να σκάβω το χώμα μπροστά από τα υπνωτισμένα πόδια της, προσπαθώντας να αντικρύσω τις ρίζες της, μία εμμονή μου την οποία απέδιδα στην αφοσίωση και την τυφλή αγάπη μου προς το φυτό.

Πήρα το κουτάλι στα χέρια μου, ξαναπλησίασα, και χάιδεψα δειλά αλλά με ειλικρίνεια τα ελάχιστα εναπομείναντα φυλλώδη κλαδιά της , ώσπου ξαφνικά, έντρομος συνειδητοποίησα τι σήμαινε όλο αυτό. Με έπιασα να στέκομαι κοκκαλωμένος προ της ανακάλυψής μου, διαπιστώνοντας για πρώτη φορά την ύπαρξη μιας βουβής έκκλησης καθώς και μιας απόκοσμης απειλής που προέρχονταν από το δέντρο μου.

Στο άκουσμα των γρήγορων βημάτων και των φωνών που πλησίαζαν απ’ έξω, αποφάσισα να δράσω γρήγορα. Έπρεπε να αφήσω ελεύθερο το δέντρο που μεγάλωνα τόσο καιρό μέσα μου. Και πλέον είχε μείνει ένα τελευταίο πράσινο κλαδί. Αναπνέοντας πάλι γρήγορα και άρρυθμα, έφερα τα νύχια μου στον καρπό μου και ουρλιάζοντας –ενώ τα βήματα πλησίαζαν- έσκισα ένα μικρό κομμάτι σάρκας. Εν μέσω κραυγών –που πλέον είχαν εξαπλωθεί σε ολόκληρο τον όροφο- και δακρύων, πραγματοποίησα την ανταλλαγή. Η αροκάρια άνοιξε με προσδοκία το στόμα της και αποδέχθηκε την προσφορά μου ανέκφραστη, τη στιγμή που έκανα να κινήσω προς το τελευταίο κλαδί της ψελλίζοντας τρεμάμενα και ασύνδετα λόγια ευχαριστίας και κλαίγοντας από συγκίνηση. Από κάτω του βρισκόταν το σημείο το οποίο είχα σκάψει περισσότερο από κάθε άλλο στις βραδινές μου αποστολές. Τη στιγμή όμως που ύψωσα το κεφάλι για ένα τελευταίο ευχαριστώ, το ξαναχαμήλωσα αμέσως μπροστά στη θέα της ήττας μου, αντικρύζοντας μία ακόμα θηλιά, στη θέση του τελευταίου φύλλου. Από εκεί δραπέτευσα.

«Σκασμός εκεί στα κελιά! Τι έχουμε εδώ;»
«Αυτοκτονία…»
«Μάλιστα. Πρωτοτυπία. Κατεβάστε τον από εκεί κάτω πριν αρχίσει να βρωμοκοπάει.»
«Εεεε, και… αυτό;»
«Χαχ, κοίτα να δεις. Το έσκαβε 7 χρόνια ο μπάσταρδος, αλλά δεν του δίναμε σημασία.»


Το πτώμα μεταφέρθηκε, το τούνελ σφραγίστηκε και το σκοτάδι αγκάλιασε ξανά το μέχρι πρότινος άδειο από ζωή δωμάτιο.