Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2008

Πριν πέσεις για ύπνο.

Όχι πάντα, σίγουρα όχι πάντα. Απλά αν με ρωτήσεις είτε πως ξόδεψα τη ζωή μου, είτε κάτι παρόμοιο από αυτά τα υπαρξιακά που σου αρέσουν, θα σου απαντούσα πως έκανα συνεχώς το ίδιο πράγμα. Μόνο αυτό με ενδιέφερε άλλωστε. Μία μόνο, και συνεχώς η ίδια δραστηριότητα. Το να καταστρώνω σχέδιο για το πώς θα πιάσω τη βροχή. Όχι, λάθος κατάλαβες. Δεν εννοώ πως περίμενα να αρχίσει να βρέχει για να ξεχυθώ στο δρόμο και να τρέξω ή να τραγουδήσω ή οτιδήποτε άλλο χαριτωμένο τέτοιου είδους. Προς θεού, σε τέτοια περίπτωση θα μιλούσαμε για κάτι απόλυτα φυσιολογικό και δε θα χρειαζόταν καν να μπω στη διαδικασία να σου εξιστορήσω τι συνέβη απόψε. 

Για να καταλάβεις, δε μπορώ να αντιληφθώ τη βροχή ως φυσικό φαινόμενο. Αυτά είναι για εσάς τους επιστήμονες, τους λογικούς, όχι για εμένα. Ούτε φυσικά ως θεότητα όπως θα βιαζόσουν να διορθώσεις, κάθε άλλο. Είχα τοποθετήσει στο μυαλό μου τη συλλογή τούτη από στάλες, στο ίδιο ράφι που είχα τοποθετήσει και τα άλλα Μεγάλα Μυστήρια, όπως το χρόνο για παράδειγμα. Πες με αφελή, αλλά μόνο ως κάτι τέτοιο μπορώ να το αντιληφθώ. Πρόβλημά μου.

Απόψε λοιπόν, φάνηκε από νωρίς πως θα έβρεχε. Και το είχα πάρει απόφαση. Θα την έπιανα την πουτάνα. Θα την έπιανα τόσο σφιχτά, θα την έκανα δεμάτι και θα την έπαιρνα μαζί μου στο σπίτι. Θα γινόμουν ένα μαζί της, ή αυτή ένα μαζί μου. Δεν άντεχα να περάσει άλλη μία μέρα με κατάστρωση σχεδίων, αυτό το έκανα εδώ και επτά χρόνια και ειλικρινά μου είχε ρουφήξει όση ενέργεια είχα. Είχε έρθει η ώρα για δράση, είχε έρθει η ώρα να μάθω τι κρύβει επιτέλους. Και θα ήταν η πρώτη φορά που θα έβγαινα έξω, ανοιχτά απέναντι στον εχθρό. Ένας προς έναν. Ως αρμόζει.

Η Λίζα δε με αγκάλιασε μόνο, πραγματικά παραλίγο να με πνίξει. Ειλικρινά τόσο πάθος δεν είχα αισθανθεί ποτέ πριν από την καλή μου. Ίσως επειδή ήξερε ότι ήταν η τελευταία μας φορά; Ζέστη. Σωστά, δάκρυα. Πολλά και ζεστά. Τα πήρα όλα επάνω μου μέχρι να στεγνώσουν και να περιμένω τα επόμενα. Μία μικρή δόση υγρασίας πριν τη μεγάλη μου αποστολή υπό τη νεροποντή. Δεν ήθελα να βάλει τα κλάματα από τη μία, αλλά θαρρώ πως πέρα από αυτό, το αντιμετώπισε πολύ ώριμα και με ειλικρίνεια, παρά τα 9 της χρόνια. Ούτως ή άλλως, θα μου πεις, ήμουν από αυτούς που πάντα πίστευαν πως όσο πιο μικροί οι άνθρωποι, τόσο καλύτεροι. Δεν προσπαθώ να το παίξω Χριστιανός ή κάτι τώρα, απλά καταλαβαίνεις πως το λέω. Απλά, μόνο τη Λίζα ήθελα. Για όλη μου τη ζωή. Αυτή έδειχνε να έχει αποφασίσει πως αν και καταλαβαίνει, την πλήγωσαν οι εμμονές μου και ήταν ώρα να με αφήσει να φύγω. Δε μπορώ να την κατηγορήσω. Τι να κάνεις, κωλοζωή.

Ο πρώτος κρότος από ψηλά ειλικρινά έκανε την καρδιά μου να χοροπηδάει σαν τρελή. Ήξερα ότι έρχεται η ώρα και ένιωσα σαν κατάδικος που του ανοίγουν την πόρτα του κελιού, χωρίς να ξέρει αν θα του ανακοινώσουν πως κάποιο γραφειοκρατικό λάθος έγινε, ή πως θα πρέπει να αρχίσει να συσσωρεύει τις τελευταίες σταγόνες κουράγιου πριν την εκτέλεση. Αν κάπνιζα, σίγουρα θα τέλειωνα ένα πακέτο αυτή τη στιγμή. 

Και τότε άρχισε. Ο ενθουσιασμός μου λίγο πριν το επικείμενο ντεμπούτο μου εκεί έξω μονομαχούσε με το αίσθημα πανικού που με είχε περιλούσει. Και αν δεν τα κατάφερνα; Αν μου ξέφευγε; Αν με παγίδευε; Πώς μπορείς να εμπιστευτείς κάτι τόσο ρευστό; Μια σταγόνα (γιατί περί μίας πρόκειται, δεν αμφιβάλλω) που φροντίζει να κάνει την εμφάνισή της μαζί με δισεκατομμύρια κλώνους της και μετά να αποφασίζει ότι βαρέθηκε; Καιρό τώρα είχα μελετήσει πως ίσως θα χρειαζόταν να επιστρατεύσω όλη μου την προσοχή και να επικεντρωθώ στο κυνήγι αυτής της Μίας Σταγόνας, αυτής που τα προκαλεί όλα. Τύχη και καλός συγχρονισμός. Δεν ξέρω καν αν τα έχω. Α, και ελπίδα. Από αυτό πολύ. 

Εκείνες τις στιγμές ήμουν βέβαιος πως θα πάθω ασφυξία. Η Λίζα χωρίς να έχει σταματήσει στιγμή να κλαίει με λυγμούς, με έσφιξε με απίστευτη δύναμη επάνω της. Ξαφνικά με άφησε και κατευθύνθηκε προς τη μπαλκονόπορτα για να κοιτάξει έξω. Συγκινητική σκηνή, σαν από ταινία. Με το που πλησίασε και καθρεφτίστηκαν τα μουσκεμένα από το κλάμα μάγουλά της στο τζάμι, σαν να το ήξερε, η βροχή άρχισε να πέφτει με καταστροφική μανία. Η Λίζα ήταν πια βέβαιη ότι έπρεπε να με αφήσει να δώσω τον αγώνα μου, να την κυνηγήσω. Δεν θα δεχόταν κουβέντα πια για τις πλεονεξίες μου, και είναι αλήθεια πως τις ήθελα και τις δύο εξίσου. Αλλά είπαμε, δε μπορείς να τα έχεις όλα. Σήκωσε το ψαλίδι όσο πιο ψηλά γίνεται, κρατώντας το σφιχτά στα χέρια της, κλαίγοντας, τρέμοντας. Ένιωσα να το κατεβάζει με μια δειλή μανία επάνω μου, και με πέταξε στο δρόμο. Είμαι βέβαιος πως η μπαλκονόπορτα έκλεισε πολύ γρήγορα, ίσως και μετά από δύο δευτερόλεπτα. 

Πολύ θα ήθελα να είχα μάτια ώστε να μπορέσω να παρακολουθήσω το όλο σκηνικό. Μάλλον ωραίο θα ήταν. Οι σταγόνες αντιλήφθηκαν την παρουσία μου και άρχισαν να με ξεγυμνώνουν και να με κατασπαράζουν, και τα πούπουλά μου φρόντισαν να περάσουν μονομιάς στην αντεπίθεση. Ξεχύθηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις, η μάχη σφοδρή αλλά σύντομη. Τουλάχιστον δεν πόνεσα. Πώς θα μπορούσα άλλωστε. Εν τέλει, βρήκα ειρωνικό το να προσπαθείς τόσο καιρό να γίνεις ένα με κάτι, και αντ’ αυτού να γίνεσαι χίλια κομμάτια μαζί του. Αυτό βέβαια σημαίνει πως ίσως, κατά κάποιο τρόπο ο στόχος επετεύχθη. Αν και γενικά με μπερδεύει το ότι δεν ήμουν παρά ένα μικρό μπλε μαξιλάρι με φιλοδοξίες και δικαίωμα επιλογής, και τώρα έχω μείνει εδώ, να προσπαθώ να καταλάβω αν έκανα σωστά ή λάθος, αν κέρδισα ή έχασα. 


Με ακούει κανείς, τέλος πάντων; Βοήθεια.

3 σχόλια:

Lydia X είπε...

Δε ξέρω αν έφταιγε η συνεχής αναφορά στη βροχή, αλλά διαβάζοντας το υγράνθηκα.

Ρίλι.

_UnHoLy^MaRtYr_ είπε...

Αλυσιδωτές αντιδράσεις. Εγώ μετά το σχόλιό σου έγραψα το όνομά μου με ούρα στον τοίχο.

Ανώνυμος είπε...

...κι εμένα μού'ρθε όρεξη να τσακίσω μια σοκολατίνα!

[ps. οι βελτιώσεις πάνω στο κείμενο ήταν απόλυτα σωστές. Μου άρεσε πολύ το αποτέλεσμα! Cheers!]