Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2008

Χριστούγεννα 2008

Δεν ήξερα ότι γίνεται να βρέξει τόσο. Όταν στο μυαλό σου βάζεις μια έννοια του τύπου ‘τρελή βροχή’, αυτό πάει –ανάλογα βέβαια και με το τι κουμάσι είσαι- σε ένα πράγμα οριοθετημένο και περιφραγμένο από νοητά σύνορα. Για κάποιον, τρελή βροχή μπορεί να είναι η δυνατή και απότομη βροχή που σε συνδυασμό με τη συνεισφορά των ανέμων μπαίνει στα μάτια σου χωρίς να την έχεις ποτέ προσκαλέσει εκεί. Για κάποιον άλλο, μπορεί να είναι η βροχή αυτή που είναι απλά πολλή. Νερό παντού, γούβες, λακούβες, σβησμένα αυτοκίνητα στην άκρη του δρόμου και γκρινιάρηδες άνθρωποι. Ε, η σημερινή βροχή ήταν τρελή. Οι σταγόνες επιτίθεντο σε όλο μου το σώμα σαν ανθρώπινα δάχτυλα που συμμετέχουν στη διεξαγωγή τουρνουά ‘μπιζζζζζζ’ – χωρίς τους ανόητους ήχους. Αν και όλα τα περίμενα. Είπαμε, τρέλα.

Με το μυαλό μου να έχει μείνει σε διαλόγους του στυλ ‘δε γίνεται να ξαναέρθουμε σε αυτό το μπαρ, θα το συνηθίσουμε και θα μας χαλάσει / ε, σιγά ρε μαλάκα, ο άλλος συνήθισε την απώλεια και έγινε χιτ’ , το παλτό μου να έχει αρχίσει να λιώνει από τη νεροποντή, και το κασκόλ μου να βρίσκεται το μισό στα δόντια μου και το άλλο μισό στα δόντια –ποια δόντια, δεν έχει άλλα/α, τα φαντάστηκα- επέστρεφα προς το σπίτι για να εκτελέσω το πείραμα που μου κατέτρωγε το μυαλό ολόκληρη τη νύχτα. Για πεζοδρόμιο επάνω στην εθνική οδό –όπου και κατοικώ- ούτε λόγος, άρα προσπαθούσα με ελιγμούς να αποφύγω από τη μία τα αυτοκίνητα που στις 5 το πρωί δεν είναι άξια εμπιστοσύνης, και από την άλλη τη ζαλάδα μου ώστε να μην καταλήξω στο διπλανό οικόπεδο που ήταν 5 μέτρα πιο χαμηλά από το δρόμο και δεν είχε είσοδο και έξοδο (το άλμα/αναρρίχηση αντίστοιχα, δεν τα ελάμβανα υπ’όψιν ως επιλογές, και τι να κάνω κει κάτω άλλωστε.) Στριμόκωλη κατάσταση. Το αυτοκίνητο που σταμάτησε μπροστά μου τέτοια ώρα για καλό δε θα ήταν, αλλά όταν στις 5 το πρωί βρίσκεσαι σε παραλιακή κοινότητα της Αχαίας και ο οδηγός σε ρωτάει ‘Από Πού Για Πύργκο Ηλία;’ , το ηθικό αναπτερώνεται. Του έδειξα το λάθος δρόμο, τράβηξα μια τζούρα που μου χαμογέλασε όντας ενθουσιασμένη με το συμβάν, της έκλεισα το μάτι και ένιωσα έτοιμος.

Με μια κασσέτα που περιέχει 11 ένδοξα – και 12 άδοξα- τραγούδια του Αργύρης Μπακιρτζής για μπακράουντ, και αφού είχα πρωτίστως κλειδαμπαρωθεί μέσα στο κατάφύγιο μου (και για απόψε εργαστήριο), χωρίς να αφαιρέσω ούτε κλωστή από πάνω μου, κατευθύνθηκα προς το ψυγείο. Εξαπολύοντας κατάρες προς το χριστουγεννιάτικο δέντρο και τα φωτάκια που το περιτριγύριζαν παίζοντας χαρωπές και ξεβιδωμένες - λόγω έλλειψης μπαταρίας – μελωδίες, αποφάσισα να αφήσω στο ράφι του το συμπυκνωμένο, κονσερβαρισμένο γάλα και αντ’ αυτού να χρησιμοποιήσω το φρέσκο άπαχο με την τρισευτυχισμένη από το τόσο άρμεγμα αγελάδα στο χαρτονένιο κουτί*. Το ακούμπησα στο ωοειδές πάσο που περήφανα είχε σκαλίσει ο κυρ-Αντώνης ο Μάστορας, αντικαθιστώντας με το κουτί το ενυδρείο μου το οποίο ένα μάτσο ψάρια κάθε λογής και ράτσας χρησιμοποιούσαν ως ορμητήριο και κοιτώντας με από κει μέσα νόμιζαν πως κάτι έκαναν. Αμ δε. Μικρό αλλά βαρύ καθώς ήταν, αποφάσισα να το αδειάσω ώστε να γίνει πιο εύκολη η μεταφορά του. Α, ναι, το σχέδιο ήταν να το βγάλω στο δρόμο για αρχή, και ό,τι ήθελε προκύψει από κει και πέρα. Όχι τίποτα άλλο, αλλά εκεί που μιλούσαμε πριν κάποιες ώρες για την Παρισινή Κομμούνα, ξαφνικά ο Αντώνης σήκωσε το κεφάλι του (κάτι που είχε να κάνει μέρες ολόκληρες) και ισχυρίστηκε πως το συγκεκριμένο κοσμοϊστορικό κίνημα δεν ήταν παρά ένα μέρος ή το τέλος της αλυσίδας του Φαινομένου της Πεταλούδας. Τι λες ρε μεγάλε. Και εξελίχθηκε όλο αυτό σε έναν τεράστιο καυγά, ο οποίος έληξε με υποσχέσεις/απειλές (όπως το βλέπει κανείς, κοινωνικοί ρατσιστές ποτέ δεν ήμασταν και ποτέ δε θα γίνουμε) για ολονύκτιο πρωκτικό έρωτα και άλλα τέτοια φαιδρά. Α, και ένα στοίχημα των 1,000 ευρώ για να του αποδείξω πως όλα αυτά είναι μπούρδες. Και βιαζόμουν να το κάνω.

Καθώς αναρωτιόμουν αν τα ψάρια μου - τα οποία αυτή τη στιγμή χαροπάλευαν και αν είχαν λαλιά θα με ικέτευαν βρίζοντας - μπορούν να πιουν γάλα, ή το αν η γάτα μου την οποία είχα ξυπνήσει πριν κάτι δευτερόλεπτα και είχα πάρει μαζί μου από την ουρά, άντεχε τη νεροποντή, τοποθέτησα στη μέση του έρημου – για την ώρα – δρόμου το ενυδρείο μου, και άδειασα το γάλα μέσα από τη χαραμάδα που είχα καλύψει με χαρτί υγείας ώστε να μην εισχωρεί η βροχή. Τα ψάρια μάλλον έζησαν, λες και έβλεπα; Αφού τελείωσε το γάλα και απογοητεύτηκα που δε σκέφτηκα να πάρω περισσότερο αφού δε γέμισε το ενυδρείο, άφησα την ουρά της γάτας και άνοιξα το καπάκι/οροφή του ενυδρείου. Το τι έγινε δε μπορείτε να φανταστείτε. Άναψα τσιγάρο μέσα από το παλτό μου και παραμέρισα ώστε να μπορώ να παρακολουθήσω. Γυαλιά παντού, πτώματα υδρόβιων πλασμάτων, αίματα κατοικιδίων, φώτα αυτοκινήτου, ουρλιαχτό καθωσπρέπει κυρίας που γύριζε από καθωσπρέπει μαγαζί της καθωσπρέπει πόλης με καθώσδενπρέπει νεαρό μεθυσμένο κύριο, φρενάρισμα, γλύστριμα, κορναρίσματα χωρίς λόγο, γούνες στον αέρα, παπούτσια στον αέρα, πτώματα στον αέρα, θείτσα στο παράθυρο με το στόμα της να σχηματίζει τον Τέλειο Κύκλο, τσιγάρο στο στόμα μου, βροχή στο παρμπρίζ, παρμπρίζ στο χωράφι, χωράφι στις φλόγες, φλόγες στον ορίζοντα, ορίζοντας να έχει πεθάνει στα γέλια, εγώ να έχω καραφλιάσει και να σκέφτομαι πως σιγά τα ωά, ούτε μισή εξέγερση και τι να αγοράσω με 1,000 ευρώ, άντε γαμηθείτε όλοι σας, πάω σπίτι να ακούσω Μπακιρτζή.

"η αιτία είναι μόνο μια, Θανάση μου
η αντικαθαριότης"




---------------------------


*ένδειξη οικολογικής συνείδησης και υπαινιγμός με μια τζούρα από δριμύ κατηγορώ για τα βασανιστήρια και την κτηνωδία** που υφίστανται τα ζωάκια τα άκακα. Άπαπα.

**αυτό στη σχολή μας μας είπαν πως είναι pun. Τους πίστεψα.

1 σχόλιο:

Mάγια είπε...

Τρέμω στην υποψία πως κυριολεκτείς..