Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2009

Ιθάκη.

- Δε θέλω να πας, δε θέλω καν να μπαίνω στη διαδικασία να σε σκέφτομαι μακρυά μου. Σε ικετεύω να μείνεις δίπλα μου. Όλες οι ιστορίες περί ανδρείας, δόξας και τιμής, μου ακούγονται ψίθυροι μπροστά στην κραυγάζουσα πιθανότητα της απώλειας. Απλά σε ικετεύω να το σκεφτείς. Για εμάς. Για εμένα. Σκέψου εμένα.

Η πόρτα έκλεισε βασανιστικά αργά πίσω του, αφήνοντάς την στα γόνατα, να πνίγεται από την έλλειψη δακρύων και μιλιάς.

Ένα χρόνο μετά. Εκείνη πλέον λάμπει, τα κατάμαυρα μαλλιά της επιτέλους ελεύθερα, επιτέλους τα νιώθει στον ώμο της περπατώντας, μικρά απωθημένα τα οποία ζητούσαν να τους δωθεί η ελάχιστη σημασία, βρήκαν την ευκαιρία τους. Εκείνος μικρός, καταδικαστικά νέος για αυτήν και ερωτευμένος με την άγνοια. Ιδανικός. Μετά από 1 εβδομάδα, την ικέτευε να φύγουν μαζί κάπου μακρυά και να μην ξαναγυρίσουν ποτέ. Τον ακολούθησε. Ή, έτσι πίστευε αυτός.

Ο γέρος σαμάνος τη γνώρισε επιστρέφοντας. Βλέμμα σοφό και προσηλωμένο, χείμαρρος ιδρώτα να του γαργαλάει τα μάγουλα, γρήγορη μα βαριά αναπνοή, τριμμένη σάλβια στα αναιμικά του δάχτυλα. Εκείνη τον περίμενε και τόλμησε να χαμογελάσει και να του κρατήσει το χέρι. Ακόμα και αν τη συναντούσε σε κάποιο από τα Ανώτερα τα οποία επισκεπτόταν τακτικά, ειδικά από τότε που τον χτύπησε η ασθένεια, ήταν πεπεισμένος πως πιθανότατα θα έβρισκε -όχι, δε θα έβρισκε, θα επικαλούνταν- τη δύναμη για να την απομακρύνει. Η πραγματικότητα ήταν απείρως πιο σκληρή μαζί του, περιείχε επαφή. Εγκατέλειψαν το εσωτερικό της σκηνής και δεν τους ξαναείδε ποτέ κανείς.

Από στόμα σε στόμα εδώ και περίπου δύο εβδομάδες, διαδίδονταν οι τελευταίες πληροφορίες –και φυσικά και οι ψιλοκουβέντες, σχετικά με τον αποψινό χορό, μόλις 2 μήνες μετά τον ιδιαίτερο τρόπο θανάτου της Βασίλισσας. Όταν ήρθε η ώρα τελικά, άπαντες ενθουσιάστηκαν, μη μπορώντας όμως να αποκρύψουν σε απόλυτο βαθμό ένα αίσθημα φρίκης ως απάντηση στη θέα των ειλικρινών χαμογέλων του αδιάλλακτου νεαρού τύρρανού τους, φέρνοντας κατά νου τους την πρόσφατη απώλεια. Λίγες στιγμές μετά, υπό τους ήχους της πιο ακριβής κλασσικής μουσικής της εποχής, αλλά στερούμενοι δυνατοτήτων αντίδρασης, τον αντίκρυσαν να αγκαλιάζει με πάθος, αναμφίβολα ερωτικό πάθος, αυτήν. Αυτήν, πιο άσχημη και γέρικη από ποτέ, με έναν ξανθομάλλη έφηβο να κλαίει και να ερωτεύεται στη σφιχτή αγκαλιά της και να τον λαχταρά, πιο άσχημη, πιο υποτιμιτική, πιο αληθινή από ποτέ. Έμειναν όλη τη νύχτα όρθιοι, μπροστά από τον θρόνο του. Το θρόνο τους.

Η επόμενη χρονιά την βρήκε να περιπλανιέται στους πλέον κακόφημους δρόμους των πλέον κακόφημων περιοχών. Θα έλεγε κανείς ότι τα είχε χαμένα και ζητιάνευε, αλλά η αλήθεια ήταν πως αναζητούσε. Μέσα από το φουλάρι της, το οποίο κάλυπτε σχεδόν όλο το πρόσωπο, το βλέμμα της ήταν ακριβές και αποφασιστικό. Ο ζητιάνος που μύριζε σα σάπιο μήλο και ψαχούλευε ανάμεσα στα αποφάγια, σε έναν αγώνα δρόμου ενάντια στους αρουραίους, μόλις την αντίκρυσε σωριάστηκε καταγής και άπλωσε το χέρι του. Αντί για ελεημοσύνη, έλαβε το δικό της.

- Σήκω. Πάμε.
- Τι είναι αυτά που λες κορίτσι μου;
- Φεύγω. Έλα.


Τον πήρε από το χέρι και αφού τον σήκωσε, χρησιμοποίησε τους δυνατούς από τη δουλειά ώμους της ώστε να τον βοηθήσει να στηριχτεί.

Δύο χρόνια μετά, ένας Ασιατικής καταγωγής πολεμιστής, έκανε την είσοδό του στο παλάτι. Χαιρέτησε αμήχανα μα με μηχανικό σεβασμό τους υπόλοιπους, και έμεινε δίπλα τους όρθιος να την χαζεύει. Μη γνωρίζοντας τον ακριβή ρόλο του στο θέατρο που αριστοτεχνικά είχε στηθεί, μη γνωρίζοντας αν είχε στηθεί εναντίον ή υπέρ του, περίμενε. Και περίμενε. Και τότε, από την κύρια είσοδο, μπήκε εκείνος. Γερασμένος, σκισμένα ρούχα, σκισμένα δάχτυλα, σκισμένο εγώ. Εκείνη τον κοίταξε, ευτυχισμένη που ήρθε αργά. Ευτυχισμένη που ήρθε ακριβώς επάνω στην ώρα. Αμέσως σηκώθηκε από τον αργαλιό της, έτρεξε στην αγκαλιά του, και του ψιθύρισε στο αυτί λόγια αιώνιας αγάπης και μετάνοιας. Είχε πια γεράσει, και ήξερε πως ήθελε να πεθάνει μαζί του. Χαμογέλασε καθώς οι εκλεκτοί της σωριάζονταν ένας ένας, αποσβωλωμένοι, μοιρολάτρες, ανίκανοι, στο πάτωμά της. Στο πάτωμά του. Τα κεφάλια τους σκέφτηκε, θα έδειχναν παραπάνω από εντυπωσιακά κρεμασμένα πάνω από το τζάκι του μικρού αποπνικτικού δωματίου μέσα στο οποίο είχε κλάψει ώρες ατελείωτες κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου. Ώσπου να αποφασίσει πως η ζωή της έπρεπε να πάψει να είναι παθητική, ζωή αναμονής. Και ώσπου να αποφασίσει πως έχει τη δύναμη, με έναν της ψίθυρο, να τους στείλει όλους σε εκείνο το δωματιάκι, όχι ιδιαίτερα αρτιμελείς. Αγκάλιασε τον άσωτο ήρωά της, προσπάθησε να κλάψει ανεπιτυχώς, και αποχώρησε για τον αργαλιό της.

Ο ιστός που ύφαινε η Πηνελόπη, ζητούσε απεγνωσμένα την τελευταία του πινελιά εδώ και 20 χρόνια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: