Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2009

Σιρίλο.

Ο Μ. κατέβηκε.

Ο M. σήκωσε αργά το κεφάλι για να διαπιστώσει ότι ξημέρωσε. Πάλι. Κοίταξε τον ήλιο και του χαμογέλασε με πικρία. «Ο μεγαλύτερος εγωιστής που έχω γνωρίσει», μονολόγησε. Σήμερα ήταν μία ακόμα ημέρα. Και ένιωθε και σήμερα μόνος.

Σήκωσε την κιθάρα του και το μισοτελειωμένο του στριφτό, έβηξε, και αφού ξαναέδωσε ζωή στον θάνατο με τη βοήθεια του αναπτήρα του, χάιδεψε τη λα. Το πλήθος περνούσε από μπροστά του κοιτώντας τον που και που, αν και μόνο σαν παρένθεση. Χαμογελαστά ζευγάρια, κόκκινα μάγουλα, εφηβικές παρέες, ρομάντζα, μια κοπέλα που περπατούσε βιαστικά, ένας καθωσπρέπει κύριος που μιλούσε σε έντονο τόνο στο τηλέφωνο.

Παρατήρησε αυτό που τον έκαιγε. ΚΑΝΕΙΣ δεν έδειχνε μόνος. Κανείς τους δεν έδειχνε άδειος. Στη θέα τους δε χαμογέλασε, όπως έκανε στον ήλιο. Χαμογέλασε όμως όταν άκουσε τον ήχο του μετάλλου που έπεφτε στο μικρό τσίγκινο κουβαδάκι που χρησιμοποιούσε για να αμοίβεται. Χαμογέλασε στον ήλιο. Δεν κοιτούσε όμως τον ήλιο. Κοιτούσε την γλυκύτατη παρουσία που με το ένα χέρι έσφιγγε την αγάπη, και με το άλλο απομάκρυνε τον οίκτο. Ο M. δεν κοίταξε τον ήλιο. Χαμογέλασε στον ήλιο.

Όμως νύχτωσε. Πάλι. Όταν ο ήλιος αποσύρθηκε και δε μπορούσε πια να τον έχει υπό την εποπτεία του, αποφάσισε χαρωπά πως είναι η ώρα για τον καθιερωμένο βραδινό του περίπατο. Την ώρα που στάθηκε στα πόδια του, όλα τα βλέμματα τραβήχτηκαν στον μυστηριώδη κύριο με το μακρύ καπέλο, την μακρυά σκοτεινή καμπαρντίνα και το τσιγάρο στο χέρι, που αντικατέστησε τον ταλαίπωρο οργανοπαίκτη. Ένιωσαν πως είχε κάτι το τρομερό η φιγούρα αυτή, η αύρα του δε θα μπορούσε να τους είναι πλέον αδιάφορη.

Ο Μ. κατηφόρισε τον πεζόδρομο και την βρήκε εκεί που την βρίσκει κάθε βράδυ. «Θα τα πούμε αύριο, στη γωνία που ενώνει την Σ. με την Κάππα, θα στέκομαι στην κολώνα.» Όταν έφτασε κοντά της την κοίταξε, πέρασε τα δάχτυλά του στα μαλλιά της, την πήρε όλη μέσα του με μία εισπνοή. Γέμισε ζωή. Της έσφιξε το χέρι και κατευθύνθηκαν προς το Καρουζέλ. Ο Μ. αναζήτησε -ενώ το Καρουζέλ γύριζε παίζοντας την πιο χαρούμενη μουσική, μία Μελωδία της Ευτυχίας- τη θέση του. Το άλογο το οποίο ίππευε κάθε βράδυ ήταν το διπλανό από αυτό του οποίου αναβάτης ήταν εκείνος ο πιτσιρίκος με το μπερέ και τις πάντοτε ίδιες, πάντοτε αστείες τιράντες. Βρήκε εύκολα τον μικρό. Ανακουφίστηκε που ήταν για ακόμα ένα βράδυ μέλος της παρέας τους. Τα άλογα ήταν γεμάτα, όλα εκτός από δύο.

Ο Μ. ανέβηκε στο δικό του, που είχε ειρωνικά ονομάσει «Σούρουπο», αφού πρώτα με μία ιπποτική κίνηση ανέβασε την αγαπημένη του δύο άλογα πιο πίσω. Την είδε να του φιλάει τα δάχτυλα, και του έκανε νόημα να καθήσει γρήγορα γιατί ο γύρος δε θα αργούσε να ξεκινήσει.

Πάνω.

Χρώμα.

Φως.

Κάτω.

Πάνω.

«Κοίτα, κοίτα πως φωτίζει!»

Κάτω.

Χρώμα.

Πάνω.

Φως.

ΊΛΙΓΓΟΣ.

ΣΤΟΠ.

Ο M. κατέβηκε και

ξημέρωσε. Πάλι. Κοίταξε τον ήλιο. Χαμογέλασε πικραμένα. Ή μήπως ειρωνικά; Ο ήλιος για ακόμα μία φορά είχε διώξει βίαια την παρέα του, ζητώντας αποκλειστικότητα. Ο ήλιος απλά κοίταζε, κοίταζε τον Μ. σαν τον προσωπικό του Μεγάλο Αδελφό. «Εγωίσταρε». Σήκωσε την κιθάρα του από κάτω, αντικατέστηκε την σπασμένη του χορδή, και ξεκίνησε την παράστασή του, η οποία είχε άλλο τόνο, έναν τολμηρά θρασύ κι αισιόδοξο τόνο εκείνο το πρωί. Θαρρείς πως ο M. κατάλαβε την πλάνη, πως περιγελούσε τον φύλακα και μοναδική συντροφιά του, πως αψηφούσε - συνειδητά -την ύπαρξη και το βλέμμα του, κάτι που μέχρι χθες θεωρούταν ύβρις.

Το ίδιο κιόλας βράδυ ο M. έμεινε στο Καρουζέλ. Άφησε τον ήλιο μόνο. Είχε πάρει την εκδίκησή του.

1 σχόλιο:

Parakmiako Ergaleio είπε...

Χρώμα φως χρώμα φως..μία ζάλη στο κεφάλι.